Το μόνο βέβαιο είναι πως δεν είμαι μαρξιστής
Γιατί άραγε ο Μαρξ δεν ήταν μαρξιστής; Και μάλιστα αυτό ήταν το μόνο βέβαιο; Μεταξύ άλλων, νομίζω πως η συγκεκριμένη φράση υποδήλωνε μια απέχθεια απέναντι στην ατομικοποίηση των προσδιορισμών, όταν αυτοί αφορούν το χειραφετητικό κίνημα.
Was Marx a satanist?
Richard Wurmbrand
Ήταν ο Μαρξ σατανιστής; Καίριο πραγματικά ερώτημα, τόσο που να αποτελέσει τον τίτλο βιβλίου εν έτει 1976. Δέκα χρόνια αργότερα ο πρώην Ρουμάνος παπάς Richard Wurmbrand θα ολοκλήρωνε τη σχετική έρευνά του με μια νέα έκδοση που τιτλοφορήθηκε «Marx and Satan».
Η μεταφυσική (sic) αύρα που περιέβαλε τον Μαρξ δεν εξαερώθηκε ποτέ. Ο Κόκκινος Διδάκτωρ ήταν το όνομα με το οποίο αναγνωριζόταν από τους αντιδραστικούς ιδίως μετά την Παρισινή Κομμούνα. Εν πολλοίς αδίκως στο μέτρο που οι «μαρξιστές» δεν έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεγαλειώδη εξέγερση του 1871. Αυτόν τον ανέλαβαν κατεξοχήν οι «προυντονικοί» και οι «μπλανκιστές».
Χρησιμοποιώ εισαγωγικά σε όλους τους όρους που χαρακτηρίζουν τα «κόμματα» της εποχής, ακολουθώντας τη ρήση του Μαρξ που εμφανίζεται στον τίτλο του άρθρου μου: «Το μόνο βέβαιο είναι πως δεν είμαι μαρξιστής».
Γιατί άραγε ο Μαρξ δεν ήταν μαρξιστής; Και μάλιστα αυτό ήταν το μόνο βέβαιο; Μεταξύ άλλων νομίζω πως η συγκεκριμένη φράση υποδήλωνε μια απέχθεια απέναντι στην ατομικοποίηση των προσδιορισμών, όταν αυτοί αφορούν το χειραφετητικό κίνημα. Η κοινωνική απελευθέρωση θα πραγματοποιηθεί από τους «μικρούς ανθρώπους» και όχι από τις «προσωπικότητες», η απελευθέρωση των εργατικών τάξεων θα είναι έργο των ίδιων των εργατικών τάξεων ή δεν θα υπάρξει καθόλου, το κόμμα δεν είναι μπροστά από την τάξη, αλλά μέρος της ίδιας της τάξης.
Όπως σημειώνει ο Μούστο, «ο Μαρξ υπογράμμισε ξανά ότι οι εργατικές τάξεις [στη διάρκεια της Ιστορίας] κινήθηκαν αυθόρμητα δίχως αστούς φιλάνθρωπους ή επαναστατικές σέχτες να αποφασίζουν για το τι να κάνουν. «Οι Σοσιαλιστές δεν εφευρίσκουν κάποιο κίνημα. [Ο κομμουνισμός δεν είναι κάποιο ιδεώδες, αλλά η πραγματική κίνηση, που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων]”» (σελ. 194). Γι’ αυτό κιόλας, οι εργάτες θα πρέπει να διατηρήσουν μια αυτόνομη ταξική θέση και «να αντιταχθούν στους θεσμούς και τη ρητορική του κράτους» (σελ. 257). Απαραίτητη λοιπόν είναι η συγκρότηση «ενός διακριτού πολιτικού κόμματος που θα αγωνιστεί ενάντια στα δημοκρατικά κόμματα [της μεσαίας τάξης] και θα πολεμά τα κόμματα της αστικής τάξης» (σελ. 87).
Το πρόγραμμα του Γαλλικού Εργατικού Κόμματος, στη σύνταξη του οποίου συνέβαλε καθοριστικά, ζητούσε, μεταξύ πολλών άλλων, τη διαγραφή του δημόσιου χρέους, τη μετατροπή όλων των έμμεσων φόρων σε προοδευτικό φόρο επί των εισοδημάτων, την απαλλοτρίωση των κληρονομιών από ένα επίπεδο και πάνω, τη δημόσια εκπαίδευση για όλους και όλες, την κατάργηση όλων των συμβάσεων, που έχουν απαλλοτριώσει δημόσια περιουσία, την ανάθεση της λειτουργίας όλων των κρατικών βιοτεχνιών στους εργαζομένους τους… Πράγματα, δηλαδή, και αιτήματα «που στην πραγματικότητα αναπτύχθηκαν αυθόρμητα από το ίδιο το εργατικό κίνημα» (σελ. 88).
Συμβατός με τα παραπάνω είναι και ο ακραίος αντικρατισμός του Μαρξ -σε πείσμα των μετέπειτα τερατωδών εξελίξεων στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Όπως το έκφρασε ο Ένγκελς, η εξίσωση «κράτος =σοσιαλισμός» είναι εντελώς απαράδεκτη. «Η αστική τάξη του Μάντσεστερ προχωράει σε μια καθαρά ιδιοτελή λαθροχειρία, όταν χαρακτηρίζει κάθε ανάμειξη του κράτους στον ελεύθερο ανταγωνισμό ως “σοσιαλισμό”. Προστατευτικοί δασμοί, συντεχνίες, μονοπώλιο καπνού, κρατικοποίηση βιομηχανικών κλάδων, θαλάσσιο εμπόριο, βασιλική βιοτεχνία πορσελάνης. Αυτό είναι κάτι στο οποίο πρέπει να ασκούμε κριτική και όχι να πιστεύουμε» (σελ. 104).
Ο Μούστο παρουσιάζει πολλές από τις μη ιδιαίτερα αναδειγμένες πλευρές του μαρξικού έργου. Μια χαρακτηριστική είναι η σχέση του Μαρξ με τον οικολογικό προβληματισμό. Ο Μαρξ προφανώς δεν είναι ιδρυτής (και) της πολιτικής οικολογίας. Όμως το Κεφάλαιο θα μπορούσε να είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για σχετικά επιχειρήματα. Όπως το έθεσε ένας, ιδιαίτερα ταγμένος στην οικολογική αναζήτηση, Ουκρανός σοσιαλιστής σε μια επιστολή του προς τον Μαρξ, υπογραμμίζοντας ότι το πρώτο ερέθισμα ήταν η ανάγνωση του Κεφαλαίου, «ο σοσιαλισμός είναι η πιο κατάλληλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης για την αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας με σκοπό την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών» (σελ. 254). Εξαίρετος προβληματισμός για το 1882!
Το βιβλίο του Μούστο είναι, όπως σημειώνεται και στον τίτλο του, μια εργογραφία του Καρλ Μαρξ των χρόνων 1881 -1883, των τελευταίων δύο χρόνων της ζωής του. Κατά τον συγγραφέα αυτό απαιτείται για δύο λόγους: πρώτον, επειδή πρόκειται για έργα που δεν έχουν τύχει της προσοχής που τους αναλογεί και, δεύτερον, γιατί εκφράζουν μια πολύ διαφορετική και ωριμότερη οπτική από όσο τα πολυσυζητημένα νεανικά γραπτά του. Ο Μούστο εδώ «συνομιλεί» άρρητα με τον Αλτουσέρ, πράγμα που έχει, όσο κι αν δεν θα επιλέξω να πω περισσότερα σε αυτό το άρθρο, σημασία.
Ας πάω όμως στο κεντρικό θέμα του βιβλίου, που δεν είναι άλλο από τη διερεύνηση της δυνατότητας να υπάρξει μετάβαση στον κομμουνισμό χωρίς απαραίτητα να προηγηθεί το καπιταλιστικό στάδιο της κοινωνικής εξέλιξης. Ο Μαρξ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με αυτό το ζήτημα σε αυτήν τη φάση της ζωής του σε συνάρτηση με τη συζήτηση που εξελισσσόταν στη Ρωσία αναφορικά με μια σοσιαλιστική στρατηγική, η οποία θα «παρέκαμπτε» τον καπιταλισμό και τα απάνθρωπα και μακρόχρονα βάσανα, που σήμαινε η εισαγωγή του για την μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, βασιζόμενη στην ομπστσίνα, τη ρωσική αγροτική κομμούνα που συνέχιζε να κυριαρχεί στη ζωή πολλών εκατομμυρίων χωρικών. Οι σπουδαίοι Ναρόντνικοι προβληματίζονταν έντονα σχετικά με το θέμα αποδίδοντάς του κεντρική, στρατηγική σημασία. Το γεγονός πως συκοφαντήθηκαν άθλια από τον σοσιαλδημοκρατικό και τον σταλινικό θετικισμό δεν θα πρέπει να μειώνει τη σημασία της παρέμβασής τους αναφορικά με τη σοσιαλιστική μετάβαση. Ο Μαρξ εκτιμούσε ιδιαίτερα πολλούς από αυτούς και ιδίως την οργάνωση Λαϊκή Θέληση (Ναρόντναγια Βόλια), η οποία μεταξύ άλλων επιδιδόταν σε ατομική τρομοκρατία, πράγμα που δεν τον ενοχλούσε ιδιαίτερα.
Η άποψή του, όπως διαμορφώθηκε σε μια περίοδο εργώδους αναζήτησής του σε ζητήματα κοινωνικής ανθρωπολογίας και παγκόσμιας ιστορίας, ήταν πως η «παράκαμψη» του καπιταλισμού σε συγκεκριμένες κατάλληλες συνθήκες και είναι δυνατή και έπρεπε να επιδιωχτεί, αν είναι να αποφευχθούν τα πιο τρομερά βάσανα -σαν αυτά που βίωσε η Ινδία. «Η κατάργηση της κοινοτικής ιδιοκτησίας γης δεν ήταν παρά μια πράξη αγγλικού βανδαλισμού που ώθησε τους ιθαγενείς πληθυσμούς πίσω και όχι μπροστά. [Το μόνο που κατάφεραν οι Βρετανοί] ήταν να καταστρέψουν την ντόπια γεωργία [και μεταποίηση, Χ.Λ.] και να διπλασιάσουν τον αριθμό και τη δριμύτητα των λιμών» (σελ. 140).
Το βιβλίο του Μούστο όμως εκτός από εργογραφία είναι και βιογραφία. Εξιστορεί την τεράστια ταλαιπωρία που σήμαιναν οι πολλές και ανυπόφορες ασθένειές του, ακόμη περισσότερο οι θάνατοι της γυναίκας του και της μεγάλης του κόρης που προδιέγραψαν πολύ σύντομα και τον δικό του θάνατο.
Τον θάνατο ενός ανθρώπου που «μικροαστικά» έγραψε: «Λέγοντας “ησυχία” εννοώ την “οικογενειακή ζωή”, τη “φασαρία των παιδιών”, αυτόν τον “μικροσκοπικό κόσμο” που είναι πιο ενδιαφέρων από τον “μακροσκοπικό”» (σελ. 249).
Ο Μούστο μάς προσφέρει ένα έργο μεγάλης αξίας και γεμάτο «εκπλήξεις».
Marcello
Musto