Categories
Journalism

Ενας επαναστάτης «στρατηγός»

Συμπληρώθηκαν φέτος 200 χρόνια από τη γέννηση του Φρίντριχ Ενγκελς (1820-1895). Στη ζωή και στο έργο του Ενγκελς αναφέρεται το ακόλουθο άρθρο του Ιταλού Μαρτσέλο Μούστο, αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας στο York University του Τορόντο.

Ο Φρίντριχ Ενγκελς κατανόησε την κομβική σημασία της πολιτικής οικονομίας πριν από τον Μαρξ. Οταν οι δυο τους γνωρίστηκαν, ο Ενγκελς είχε ήδη δημοσιεύσει πολύ περισσότερα σχετικά άρθρα από τον φίλο του, που προοριζόταν να γίνει διάσημος σε αυτό το επιστημονικό πεδίο.

Γεννημένος στη Γερμανία, στις 28 Νοεμβρίου 1820, ήταν ένας φέρελπις νέος, στον οποίο ο βιομήχανος υφαντουργίας πατέρας του είχε αρνηθεί τη δυνατότητα να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, για να τον κατευθύνει στο δικό του επάγγελμα. Μορφώθηκε μόνος του χάρη σε μια ακόρεστη δίψα για γνώση και, για να αποφύγει τις συγκρούσεις με μια συντηρητική και πολύ θρησκευόμενη οικογένεια, υπέγραφε τα κείμενά του με ψευδώνυμο.

Εγινε άθεος και τα δύο χρόνια που πέρασε στην Αγγλία, όταν στα είκοσι δύο του τον έστειλαν να εργαστεί στο Μάντσεστερ, στο κλωστοϋφαντουργείο Ερμεν και Ενγκελς, υπήρξαν αποφασιστικά για την ωρίμανση των πολιτικών του πεποιθήσεων.

Τότε ήταν που παρατήρησε ο ίδιος τις επιπτώσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης του προλεταριάτου και του ανταγωνισμού μεταξύ των ατόμων. Ηρθε σε επαφή με το δημοκρατικό κίνημα των Χαρτιστών και ερωτεύτηκε μια Ιρλανδή εργάτρια, τη Μέρι Μπερνς.

Λαμπρός δημοσιογράφος, δημοσίευε στη Γερμανία αναφορές για τους αγγλικούς εργατικούς αγώνες και έγραφε στον αγγλόφωνο Τύπο για τις κοινωνικές προόδους στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Το 1845 δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο: «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία». Υπογράμμιζε ότι αυτό βασίζεται σε «άμεσες παρατηρήσεις και αυθεντικές πηγές» και ότι είχε σκοπό «μια αναπόδραστη αναγκαιότητα για να δοθούν στέρεα θεμέλια στις σοσιαλιστικές θεωρίες»: την πραγματική γνώση των συνθηκών εργασίας και ζωής των προλετάριων.

Στις εισαγωγικές σελίδες του βιβλίου του υποστήριζε ότι η συγγραφή αυτού του έργου τον είχε βοηθήσει να «κατανοήσει την πραγματικότητα της ζωής». Την ίδια χρονιά, μετά τη δημοσίευση της «Αγίας οικογένειας», του πρώτου έργου που έγραψε μαζί με τον Μαρξ, ο Ενγκελς πήγε στην Αγγλία με τον φίλο του, στον οποίο κατάφερε να δείξει όσα είχε δει και κατανοήσει πριν από αυτόν.

Ο Μαρξ εγκατέλειψε την κριτική της μετα-εγελιανής φιλοσοφίας, για να ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι που, το 1867, θα ολοκληρωνόταν με τη δημοσίευση του «Κεφαλαίου». Οι δυο φίλοι έγραψαν το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» (1848) και συμμετείχαν στα κινήματα της διετίας 1848-1849 στη Γερμανία, που τερματίστηκαν με τη νίκη της αντίδρασης.

Το 1849 ο Ενγκελς επέστρεψε στην Αγγλία και, όπως και ο Μαρξ, παρέμεινε εκεί μέχρι τον θάνατό του. Εγινε το «δεύτερο βιολί», όπως ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του, και, για να βοηθάει και να υποστηρίζει τον φίλο του, δέχθηκε να διευθύνει το εργοστάσιο του πατέρα του στο Μάντσεστερ μέχρι το 1870.

Το 1850 δημοσίευσε το έργο «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία», μια ιστορία των εξεγέρσεων που έγιναν τη διετία 1524-1525. Συνέταξε εξάλλου σχεδόν τα μισά από τα 500 άρθρα που υπέγραφε ο Μαρξ για την εφημερίδα New York Tribune, μεταξύ του 1851 και του 1862, αφηγούμενος στο αμερικανικό κοινό τους πολέμους εκείνης της δεκαετίας στην Ευρώπη.

Συχνά κατόρθωνε να προδιαγράφει ορισμένες εξελίξεις και να προβλέπει τις πολεμικές στρατηγικές που χρησιμοποιούσαν τα αντιμαχόμενα μέρη. Αυτό του προσέδωσε το παρωνύμιο με το οποίο ήταν γνωστός σε όλους τους κομματικούς συντρόφους: «ο στρατηγός».

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Ενγκελς πραγματοποίησε τις κυριότερες θεωρητικές του συμβολές, εκθέτοντας τις ιδέες του και μέσα από περιστασιακά γραπτά, για να αντικρούσει τις θέσεις πολιτικών αντιπάλων στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος ή για να διευκρινίσει τις απόψεις του σε θεωρητικές διαμάχες.

Το «Αντι-Ντίρινγκ», που δημοσιεύτηκε το 1878, έγινε έργο αναφοράς για τη διαμόρφωση της μαρξιστικής θεωρίας. Παρ’ όλο που πρέπει να διακρίνουμε την εκλαΐκευση που πραγματοποίησε ο Ενγκελς, σε ανοιχτή πολεμική με τις θεωρητικές διαστρεβλώσεις που κυκλοφορούσαν τότε, από τις εκλαϊκευτικές προσπάθειες που έκανε η μεταγενέστερη γενιά της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, η προσφυγή του στις φυσικές επιστήμες άνοιξε τον δρόμο σε μια εξελικτική αντίληψη των κοινωνικών φαινομένων, η οποία υποβάθμιζε την πολυεδρική ανάλυση του Μαρξ.

«Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη», μια αναδιατύπωση τριών κεφαλαίων του «Αντι-Ντίρινγκ» με σκοπό τη μαζική τους διάδοση, είχε ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία από το αρχικό κείμενο. Παρά τις αρετές αυτού του γραπτού, που κυκλοφόρησε σχεδόν όσο και το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», οι ορισμοί της «επιστήμης» και του «επιστημονικού σοσιαλισμού», που πρότεινε ο Ενγκελς, μπορούν να θεωρηθούν ως ένα παράδειγμα επιστημολογικού αυταρχισμού και χρησιμοποιήθηκαν έπειτα από τη μαρξιστική-λενινιστική εκδοχή της θεωρίας, προκειμένου να αποκλείσουν κάθε κριτική συζήτηση για τις θέσεις των «θεμελιωτών του κομμουνισμού».

«Η διαλεκτική της φύσης», ένα πρόγραμμα έρευνας που παρέμεινε αποσπασματικό, για το οποίο ο Ενγκελς εργάστηκε με πολλές διακοπές από το 1873 ώς το 1883, υπήρξε αντικείμενο μεγάλης πολεμικής.

Σύμφωνα με ορισμένους πρόκειται για τον ακρογωνιαίο λίθο του μαρξισμού, ενώ σύμφωνα με άλλους πρόκειται για το γραπτό που ευθύνεται για τη γέννηση του σοβιετικού δογματισμού. Μολονότι η διαλεκτική μέθοδος που χρησιμοποίησε ο Ενγκελς σίγουρα απλούστευε και υποβάθμιζε τη θεωρητική και μεθοδολογική πολυπλοκότητα του Μαρξ, δεν είναι σωστό ωστόσο -όπως επιφανειακά και άδικα παρατηρήθηκε στο παρελθόν- να τον θεωρήσουμε υπεύθυνο για όλα όσα δεν αρέσουν από τα γραπτά του φίλου του και να φορτώσουμε μόνο στις δικές του πλάτες τις αιτίες των θεωρητικών λαθών και των πολιτικών ηττών.

Το 1884 ο Ενγκελς δημοσίευσε το έργο «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», μια ανάλυση των ανθρωπολογικών μελετών που διεξήγαγε ο Αμερικανός Λιούις Μόργκαν.

Στη διάρκεια των δώδεκα ετών που έζησε μετά τον θάνατο του Μαρξ, αφιερώθηκε στη δημοσίευση της πνευματικής κληρονομιάς του και στην καθοδήγηση του διεθνούς εργατικού κινήματος. Και κατόρθωσε όχι μόνο να εκδώσει τα χειρόγραφα του δεύτερου και τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου», αλλά και να επιμεληθεί διάφορες επανεκδόσεις των ήδη γνωστών έργων του Μαρξ. Στη νέα εισαγωγή ενός από αυτά («Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1848-1850»), που έγραψε λίγους μήνες πριν πεθάνει, ο Ενγκελς επεξεργάστηκε μια θεωρία της επανάστασης που εναρμονιζόταν με το νέο ευρωπαϊκό σενάριο.

Το προλεταριάτο είχε γίνει πλειοψηφία και η κατάληψη της εξουσίας μέσω της εκλογικής οδού, χάρη στην καθολική ψήφο, θα του επέτρεπε να υπερασπιστεί ταυτόχρονα την επανάσταση και τη νομιμότητα. Αυτό δεν σήμαινε ότι η «πάλη στους δρόμους» δεν έπαιζε πλέον κανέναν ρόλο. Σήμαινε ότι η επανάσταση δεν μπορούσε να γίνεται νοητή χωρίς την ενεργητική συμμετοχή των μαζών και ότι αυτό απαιτούσε «μακρά και υπομονετική εργασία».

Διαβάζοντας τον Ενγκελς και παρατηρώντας την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα ο καπιταλισμός, μας γεννιέται η επιθυμία να ξαναρχίσουμε αυτή την εργασία.

Categories
Journalism

Διαβάστε τον Καρλ Μαρξ! Μη διαβάσετε γι’ αυτόν, διαβάστε τον ίδιο

Σήμερα συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ. Με αυτή την αφορμή, ο καθηγητής Μαρτσέλο Μούστο συνομίλησε με τον Ιμάνουελ Βαλερστάιν**, έναν από τους κορυφαίους μελετητές του έργου του Μαρξ. Το κείμενο αυτό που δημοσιεύει για την Ελλάδα η «Εφ.Συν.» έχει μεταφραστεί και σε άλλες επτά γλώσσες, για να διαβαστεί σε όλο τον κόσμο.

Για τρεις δεκαετίες, οι πολιτικές και η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού έχουν επικρατήσει σε όλο τον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά, οι οικονομικές κρίσεις του 2008, οι βαθιές ανισότητες που υπάρχουν στην κοινωνία μας -ιδίως μεταξύ Βορρά και Νότου- και τα δραματικά περιβαλλοντικά ζητήματα της εποχής μας έχουν προτρέψει αρκετούς ερευνητές, οικονομικούς αναλυτές και πολιτικούς να ανοίξουν εκ νέου τη συζήτηση για το μέλλον του καπιταλισμού και την ανάγκη για μια εναλλακτική λύση.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, σήμερα, σχεδόν παντού στον κόσμο, με την ευκαιρία της διακοσιοστής επετείου από τη γέννηση του Μαρξ, υπάρχει μια «αναγέννηση του Μαρξ»: μια επιστροφή σε έναν συγγραφέα ο οποίος συνδέθηκε εσφαλμένα στο παρελθόν με τον δογματισμό του μαρξισμού-λενινισμού και απορρίφθηκε βιαστικά μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Η επιστροφή στον Μαρξ είναι ακόμα απαραίτητη για την κατανόηση της λογικής και της δυναμικής του καπιταλισμού.

Το έργο του είναι επίσης ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο που παρέχει επιστημονική έρευνα για τους λόγους που απέτυχαν προηγούμενα κοινωνικοοικονομικά πειράματα να αντικατασταθεί ο καπιταλισμός από έναν άλλο τρόπο παραγωγής.

Μια εξήγηση αυτών των αποτυχιών είναι κρίσιμη για τη σύγχρονη αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων.

Καθηγητή Βαλερστάιν, 30 χρόνια μετά το τέλος του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», εξακολουθούν να υπάρχουν δημοσιεύσεις, συζητήσεις και συνέδρια σε όλο τον κόσμο σχετικά με την ικανότητα του Καρλ Μαρξ να εξηγεί το παρόν. Σας εκπλήσσει αυτό το γεγονός; Ή μήπως πιστεύετε ότι οι ιδέες του Μαρξ θα εξακολουθήσουν να έχουν σημασία για όσους αναζητούν μια εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό;

Υπάρχει μια παλιά ιστορία για τον Μαρξ: τον πετάτε έξω από την εξώπορτα και εκείνος ξαναμπαίνει από το παράθυρο. Αυτό συνέβη και πάλι.

Ο Μαρξ είναι σημαντικός επειδή πρέπει να ασχοληθούμε με θέματα για τα οποία έχει ακόμα πολλά να πει και επειδή αυτό που είπε είναι διαφορετικό από αυτό που οι περισσότεροι συγγραφείς υποστήριξαν για τον καπιταλισμό.

Πολλοί αρθρογράφοι και πανεπιστημιακοί -όχι μόνον εγώ- βρίσκουν τον Μαρξ εξαιρετικά χρήσιμο και σήμερα η δημοτικότητά του αυξάνεται, σε πείσμα όσων είχαν προβλεφθεί το 1989.

Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου απελευθέρωσε τον Μαρξ από τις αλυσίδες μιας ιδεολογίας που δεν είχε καμία σχέση με την αντίληψή του για την κοινωνία. Το πολιτικό τοπίο μετά την καταστροφή της Σοβιετικής Ενωσης βοήθησε να απελευθερωθεί ο Μαρξ από τον ρόλο του επικεφαλής ενός κρατικού μηχανισμού. Ποια είναι η ερμηνεία του κόσμου από τον Μαρξ που συνεχίζει να συγκεντρώνει την προσοχή;

Πιστεύω ότι όταν οι άνθρωποι συνοψίζουν την ερμηνεία του κόσμου από τον Μαρξ σε μια έννοια, σκέφτονται την «ταξική πάλη». Οταν διαβάζω τον Μαρξ υπό το φως των σημερινών θεμάτων, για μένα η ταξική πάλη σημαίνει τον απαραίτητο αγώνα αυτού που αποκαλώ Παγκόσμια Αριστερά -που πιστεύω ότι προσπαθεί να αντιπροσωπεύσει το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού με κριτήριο το εισόδημα- ενάντια στην Παγκόσμια Δεξιά – που αντιπροσωπεύει ίσως το 1% του πληθυσμού. Ο αγώνας είναι για το υπόλοιπο 19%. Το ζήτημα είναι πώς θα τους οδηγήσει η μια πλευρά να έρθουν μαζί της, αντί να στραφούν στην άλλη πλευρά.

Ζούμε σε μια εποχή δομικής κρίσης του παγκόσμιου συστήματος. Το υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να επιβιώσει, αλλά κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα τι θα το αντικαταστήσει.

Είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχουν δύο πιθανότητες: η μία είναι αυτό που αποκαλώ «Πνεύμα του Νταβός». Ο στόχος του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός είναι να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα που να διατηρεί τα χειρότερα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού: την κοινωνική ιεραρχία, την εκμετάλλευση και, πάνω απ’ όλα, την πόλωση του πλούτου.

Η εναλλακτική λύση είναι ένα σύστημα που πρέπει να είναι πιο δημοκρατικό και πιο ισότιμο. Η ταξική πάλη είναι η θεμελιώδης προσπάθεια να επηρεαστεί το μέλλον αυτού που θα αντικαταστήσει τον καπιταλισμό.

Ο προβληματισμός σας για τη μεσαία τάξη μού θυμίζει την ιδέα της ηγεμονίας του Αντόνιο Γκράμσι, αλλά νομίζω ότι το θέμα είναι επίσης να κατανοήσουμε πώς να κινητοποιήσουμε το πλήθος των ανθρώπων, το 80% που αναφέρατε, να συμμετάσχει στην πολιτική. Αυτό είναι ιδιαίτερα επείγον στον λεγόμενο «Παγκόσμιο Νότο», όπου συγκεντρώνεται η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού και όπου, τις τελευταίες δεκαετίες, παρά τη δραστική αύξηση των ανισοτήτων που παράγει ο καπιταλισμός, τα προοδευτικά κινήματα έχουν γίνει πολύ πιο αδύναμα απ’ ό,τι πριν. Στις περιοχές αυτές, η αντίθεση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση διοχετεύεται συχνά στην υποστήριξη των θρησκευτικών φονταμενταλισμών και των ξενοφοβικών κομμάτων. Βλέπουμε όλο και περισσότερο αυτό το φαινόμενο και στην Ευρώπη.

Το ερώτημα είναι το εξής: Μήπως ο Μαρξ μας βοηθά να καταλάβουμε αυτό το νέο σενάριο; Πρόσφατα δημοσιευμένες μελέτες έχουν προσφέρει νέες ερμηνείες του Μαρξ που θα μπορούσαν να συμβάλουν στο άνοιγμα άλλων «παραθύρων» στο μέλλον, για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωσή σας. Αποκαλύπτουν έναν συγγραφέα ο οποίος επέκτεινε την εξέταση των αντιφάσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας πέρα από τη σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας σε άλλους τομείς.

Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ αφιέρωσε πολύ από τον χρόνο του στη μελέτη των μη ευρωπαϊκών κοινωνιών και στον καταστροφικό ρόλο της αποικιοκρατίας στην περιφέρεια του καπιταλισμού.

Συνεπώς, σε αντίθεση με τις ερμηνείες που ταυτίζουν την αντίληψη του Μαρξ για τον σοσιαλισμό με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι οικολογικές ανησυχίες έχουν πρωταρχική θέση στο έργο του.

Τέλος, ο Μαρξ ενδιαφέρθηκε ευρέως για διάφορα άλλα θέματα που οι ακαδημαϊκοί συχνά αγνοούν όταν μιλούν γι’ αυτόν. Ανάμεσά τους υπάρχουν το δυναμικό της τεχνολογίας, η κριτική του εθνικισμού, η αναζήτηση συλλογικών μορφών ιδιοκτησίας ανεξέλεγκτων από το κράτος και η ανάγκη για ατομική ελευθερία στη σύγχρονη κοινωνία: όλα τα θεμελιώδη ζητήματα της εποχής μας. Αλλά πέρα από αυτά τα νέα πρόσωπα του Μαρξ -τα οποία υποδηλώνουν ότι το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη σκέψη του είναι ένα φαινόμενο που προορίζεται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια- θα μπορούσατε να αναφέρετε τρεις από τις πιο αναγνωρισμένες ιδέες του Μαρξ που πιστεύετε ότι αξίζει να επανεξεταστούν σήμερα;

Πρώτα απ’ όλα, ο Μαρξ μας εξήγησε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ο φυσικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας.

Στην «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας», που δημοσιεύτηκε όταν ήταν μόλις 29 ετών, χλεύασε ήδη τους εκπροσώπους της αστικής πολιτικής οικονομίας, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις «είναι φυσικοί νόμοι ανεξάρτητοι από την επιρροή του χρόνου».

Ο Μαρξ έγραψε ότι γι’ αυτούς «υπήρξε ιστορία, αφού στους θεσμούς της φεουδαρχίας βρίσκουμε αρκετά διαφορετικές παραγωγικές σχέσεις από εκείνες της αστικής κοινωνίας», αλλά ότι δεν εφάρμοσαν την ιστορία στον τρόπο παραγωγής που υποστήριζαν και παρουσίαζαν τον καπιταλισμό «ως φυσικό και αιώνιο».

Στο βιβλίο μου «Ιστορικός καπιταλισμός» προσπάθησα να εξηγήσω ότι ο καπιταλισμός είναι αυτό που συνέβη ιστορικά, σε αντίθεση με κάποια αόριστη και ασαφή ιδέα που υιοθετήθηκε από πολλούς πολιτικούς οικονομολόγους του συρμού. Υποστήριξα αρκετές φορές ότι δεν υπάρχει καπιταλισμός που δεν είναι ιστορικός καπιταλισμός. Είναι τόσο απλό για μένα και το οφείλουμε κυρίως στον Μαρξ.

Δεύτερον, θέλω να τονίσω τη σημασία της έννοιας της «πρωταρχικής συσσώρευσης», που σημαίνει ότι το θεμέλιο του καπιταλισμού ήταν η εκδίωξη της αγροτιάς από τη γη. Ο Μαρξ κατάλαβε πολύ καλά ότι αυτό ήταν η βασική διαδικασία που οδηγούσε στην κυριαρχία της αστικής τάξης. Αυτό συνέβη στην αρχή του καπιταλισμού και εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα.

Τέλος, θα ήθελα να προτείνω να σκεφτούμε περισσότερο το θέμα «ιδιωτική ιδιοκτησία και κομμουνισμός». Στο σύστημα που εγκαθιδρύθηκε στη Σοβιετική Ενωση -ιδιαίτερα υπό τον Στάλιν- το κράτος κατείχε την ιδιοκτησία, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι οι άνθρωποι δεν υφίσταντο εκμετάλλευση ή καταπίεση. Την υφίσταντο.

Η συζήτηση για τον σοσιαλισμό σε μια χώρα, όπως έκανε ο Στάλιν, ήταν κάτι που δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό κανενός, συμπεριλαμβανομένου του Μαρξ, πριν από αυτή την περίοδο. Η δημόσια ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι μία δυνατότητα. Μπορούν επίσης να ανήκουν σε συνεταιρισμούς. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ποιος παράγει και ποιος λαμβάνει την υπεραξία, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε μια καλύτερη κοινωνία.

Αυτό πρέπει να αναδιοργανωθεί εντελώς σε σύγκριση με τον καπιταλισμό. Είναι το βασικό ερώτημα για μένα.

Το έτος 2018 συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από τη γέννηση του Μαρξ και νέα βιβλία και ταινίες έχουν αφιερωθεί στη ζωή του. Υπάρχει μια περίοδος της βιογραφίας του που θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσα;

Ο Μαρξ είχε μια πολύ δύσκολη ζωή. Αντιμετώπισε σοβαρή προσωπική φτώχεια και υπήρξε τυχερός επειδή είχε έναν σύντροφο όπως ο Φρίντριχ Ενγκελς που τον βοήθησε να επιβιώσει.

Ο Μαρξ δεν είχε επίσης εύκολη ζωή συναισθηματικά και η εμμονή του να προσπαθήσει να κάνει αυτό που σκέφτηκε ως έργο της ζωής του -να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο καπιταλισμός- ήταν αξιοθαύμαστη. Αυτό το είδε ο ίδιος να συμβαίνει.

Ο Μαρξ δεν ήθελε να εξηγήσει την αρχαιότητα ούτε να καθορίσει ποια μορφή θα έχει ο σοσιαλισμός στο μέλλον. Δεν ήταν αυτά τα καθήκοντα που έθεσε στον εαυτό του. Ηθελε να κατανοήσει τον καπιταλιστικό κόσμο στον οποίο ζούσε.

Σ’ όλη του τη ζωή, ο Μαρξ δεν υπήρξε απλώς ένας μελετητής που ήταν απομονωμένος μέσα στα βιβλία του Βρετανικού Μουσείου του Λονδίνου, αλλά πάντα ένας μαχητικός επαναστάτης που συμμετείχε στους αγώνες της εποχής του. Λόγω της πολιτικής του δράσης εκδιώχτηκε από τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Γερμανία στα νεανικά του χρόνια. Αναγκάστηκε επίσης να αυτοεξοριστεί στην Αγγλία όταν νικήθηκαν οι επαναστάσεις του 1848. Ενίσχυε εφημερίδες και περιοδικά και υποστήριζε πάντα τις εργατικές κινήσεις με κάθε δυνατό τρόπο. Αργότερα, από το 1864 έως το 1872, έγινε ο ηγέτης της Διεθνούς Ενωσης Εργαζομένων, της πρώτης διεθνούς οργάνωσης της εργατικής τάξης, και το 1871 υπερασπίστηκε την Κομμούνα του Παρισιού, το πρώτο σοσιαλιστικό πείραμα στην ιστορία.

Ναι, είναι αλήθεια. Είναι απαραίτητο να θυμόμαστε τη μαχητικότητα του Μαρξ. Οπως πρόσφατα τονίσατε στον τόμο «Workers Unite!», είχε έναν ξεχωριστό ρόλο στη Διεθνή, μια οργάνωση ανθρώπων που ήταν μακριά ο ένας από τον άλλο, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν μηχανισμοί εύκολης επικοινωνίας.

Η πολιτική δραστηριότητα του Μαρξ περιελάμβανε και τη δημοσιογραφία. Το έκανε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ως τρόπο επικοινωνίας με ένα ευρύτερο κοινό. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος για να κερδίσει χρήματα, αλλά θεωρούσε την αρθρογραφία του πολιτική δραστηριότητα. Δεν είχε γι’ αυτόν κανένα νόημα να είναι ουδέτερος. Ηταν πάντα ένας στρατευμένος δημοσιογράφος.

Το 2017, με την ευκαιρία της 100ής επετείου της Ρωσικής Επανάστασης, ορισμένοι μελετητές επέστρεψαν στην αντίθεση ανάμεσα στον Μαρξ και ορισμένους από τους αυτοαποκαλούμενους οπαδούς του που βρέθηκαν στην εξουσία κατά τον 20ό αιώνα. Ποια είναι η κύρια διαφορά τους με τον Μαρξ;

Τα γραπτά του Μαρξ είναι διαφωτιστικά και το περιεχόμενό τους είναι πολύ πιο εκλεπτυσμένο και ποικιλόμορφο από τις απλοϊκές ερμηνείες των ιδεών του. Είναι πάντα καλό να θυμάστε το γνωστό ανέκδοτο, σύμφωνα με το οποίο ο Μαρξ είπε «Αν αυτό είναι μαρξισμός, το μόνο που είναι βέβαιο είναι ότι εγώ δεν είμαι μαρξιστής».

Ο Μαρξ ήταν πάντα έτοιμος να ασχοληθεί με την πραγματικότητα του κόσμου, αντίθετα με πολλούς άλλους που επέβαλαν δογματικά τις απόψεις τους.

Ο Μαρξ άλλαζε συχνά τις απόψεις του. Βρισκόταν συνεχώς σε αναζήτηση λύσεων για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο κόσμος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εξακολουθεί να είναι ένας πολύ βοηθητικός και χρήσιμος οδηγός.

Εν κατακλείδι, τι θα θέλατε να πείτε στη νεότερη γενιά που δεν έχει ακόμη συναντήσει τον Μαρξ;

Το πρώτο πράγμα που έχω να πω στους νέους είναι ότι πρέπει να τον διαβάσουν. Μη διαβάσετε γι’ αυτόν, διαβάστε τον ίδιο τον Μαρξ. Λίγοι άνθρωποι -σε σύγκριση με τους πολλούς που μιλούν γι’ αυτόν- διαβάζουν στην πραγματικότητα τον Μαρξ. Αυτό ισχύει και για τον Ανταμ Σμιθ.

Γενικά οι περισσότεροι διαβάζουν μόνο μέσω άλλων γι’ αυτούς τους κλασικούς συγγραφείς. Οι άνθρωποι μαθαίνουν γι’ αυτούς μέσω της σύνοψης που έχουν κάνει άλλοι. Θέλουν να εξοικονομήσουν χρόνο, αλλά, στην πραγματικότητα, αυτό είναι χάσιμο χρόνου!

Ολοι πρέπει να διαβάσουμε ενδιαφέροντες ανθρώπους και ο Μαρξ είναι ο πιο ενδιαφέρων μελετητής του 19ου και του 20ού αιώνα. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Κανείς δεν τον φτάνει στον αριθμό των πραγμάτων που έγραψε, ούτε στην ποιότητα της ανάλυσής του.

Ετσι, το μήνυμά μου προς τη νέα γενιά είναι ότι αξίζει να ανακαλύψετε τον Μαρξ, αλλά πρέπει να διαβάσετε, να διαβάσετε, να διαβάσετε τον ίδιο. Διαβάστε τον Καρλ Μαρξ!

*Ο Μαρτσέλο Μούστο είναι αναπληρωτής καθηγητής της Κοινωνιολογικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο της Υόρκης στο Τορόντο. Εχει συγγράψει και επεξεργαστεί αρκετά βιβλία για τον Μαρξ.
**Ο Ιμάνουελ Βαλερστάιν, κορυφαίος ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Γιέιλ, έχει μελετήσει πολλά χρόνια τον Μαρξ και έχει συγγράψει περισσότερα από 30 βιβλία που έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.

Categories
Journalism

Ο δημοσιογράφος Καρλ Μαρξ και οι τεχνοκράτες

Ο Μαρξ, ο οποίος ξανάρχισε να διαβάζεται εδώ και μερικά χρόνια και να συζητείται στο διεθνή τύπο, λόγω της ανάλυσης και της πρόβλεψης του κυκλικού και δομικού χαρακτήρα των καπιταλιστικών κρίσεων, θα έπρεπε να ξαναδιαβαστεί σήμερα στην Ελλάδα και στην Ιταλία για έναν ακόμα λόγο: λόγω της επανεμφάνισης της «κυβέρνησης τεχνοκρατών».

Με την ιδιότητα του δημοσιογράφου της New York Tribune, μιας από τις πιο διαδεδομένες εφημερίδες του καιρού του, ο Μαρξ παρατήρησε τα πολιτικά γεγονότα που οδήγησαν, στην Αγγλία του 1852, στη γέννηση της πρώτης «κυβέρνησης τεχνοκρατών» στην ιστορία, της κυβέρνησης Άμπερντιν (Δεκέμβριος 1852 – Ιανουάριος 1855).

Η ανάλυση του Μαρξ ξεχωρίζει για την οξυδέρκεια και το σαρκασμό της. Ενώ οι Times υμνούν την εξέλιξη σαν ένα σημάδι εισόδου «στην πολιτική χιλιετία, σε μια εποχή όπου το κομματικό πνεύμα μοιραία θα χαθεί και μόνο η ιδιοφυία, η εμπειρία, η φιλοπονία και ο πατριωτισμός θα δίνουν δικαίωμα σε δημόσια αξιώματα», ενώ επικαλούνται γι’ αυτή την κυβέρνηση τη στήριξη των «ανθρώπων κάθε τάσης», εφόσον «οι αρχές τους απαιτούσαν τη γενική συναίνεση και στήριξη», ο Μαρξ περιγελά την κατάσταση στο άρθρο του Μια θνησιγενής κυβέρνηση. Προοπτικές της κυβέρνησης συνασπισμού (Ιανουάριος 1853). Αυτό που οι Times θεωρούσαν τόσο μοντέρνο και συναρπαστικό αποτελούσε για κείνον μια φάρσα. Όταν ο τύπος του Λονδίνου ανακοίνωσε ένα «υπουργείο αποτελούμενο από καινούριους ανθρώπους», ο Μαρξ δήλωσε ότι «ο κόσμος θα εκπλαγεί σίγουρα ελάχιστα όταν μάθει ότι η νέα εποχή της ιστορίας πρόκειται να εγκαινιαστεί από φθαρμένους και υπέργηρους ογδοντάρηδες (…) από γραφειοκράτες που συμμετείχαν σχεδόν σε κάθε κυβέρνηση από τα τέλη του περασμένου αιώνα ως μέλη του υπουργικού συμβουλίου, άτομα διπλά νεκρά, λόγω ηλικίας και φθοράς, που ανακλήθηκαν στη ζωή μόνο τεχνητά».

Μαζί με την κριτική των ατόμων, υπάρχει –φυσικά– η πολύ πιο σημαντική κριτική της πολιτικής. Ο Μαρξ αναρωτιέται λοιπόν: «Μας υπόσχονται την ολοκληρωτική εξαφάνιση της πάλης μεταξύ των κομμάτων ή μάλλον την εξαφάνιση των ίδιων των κομμάτων. Τι θέλουν να πουν οι Times;». Το ερώτημα είναι, δυστυχώς, εξαιρετικά επίκαιρο, σ’ έναν κόσμο όπου η κυριαρχία του κεφαλαίου ξανάγινε άγρια, όπως ακριβώς ήταν στα μέσα του Χίλια Οκτακόσια.

Ο διαχωρισμός μεταξύ «οικονομικού» και «πολιτικού», που διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής, έφθασε σήμερα στο αποκορύφωμα. Η οικονομία όχι μόνο κυριαρχεί επί της πολιτικής, υπαγορεύοντας πρόγραμμα και αποφάσεις, αλλά είναι τώρα πια τοποθετημένη εκτός των αρμοδιοτήτων της και εκτός του δημοκρατικού ελέγχου, σε τέτοιο βαθμό ώστε η αλλαγή κυβερνήσεων να μην τροποποιεί πια τις κατευθύνσεις της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Στα τελευταία τριάντα χρόνια μεταβιβάσαμε την εξουσία από την πολιτική σφαίρα στην οικονομική, πετύχαμε να μετατρέψουμε πιθανές πολιτικές αποφάσεις σε αδιαφιλονίκητες οικονομικές επιταγές, που κάτω από την ιδεολογική μάσκα του απολίτικου έκρυβαν ένα οικοδόμημα κατ’ εξοχήν πολιτικό, και μάλιστα με εντελώς αντιδραστικό περιεχόμενο. Η μετακίνηση ενός τμήματος της πολιτικής σφαίρας στην οικονομία, ως χωριστό και απαράλλαχτο πλαίσιο, η μεταβίβαση εξουσίας από τα κοινοβούλια στην αγορά, τους θεσμούς της και τις ολιγαρχίες της, συνιστά το πιο σοβαρό κώλυμα για τη δημοκρατία στην εποχή μας. Οι αξιολογήσεις της Standard & Poor’s, οι δείκτες της Wall Street – αυτά τα τεράστια φετίχ της σύγχρονης εποχής – έχουν ισχύ μεγαλύτερη από τη λαϊκή βούληση. Στην καλύτερη περίπτωση, η πολιτική εξουσία μπορεί να επέμβει στην οικονομία (οι κυρίαρχες τάξεις έχουν συχνά ανάγκη να μετριάσουν τις καταστροφές που προκαλούνται από την αναρχία του καπιταλισμού και από τις βίαιες κρίσεις του), χωρίς όμως ποτέ να μπορούν να ξαναθέσουν υπό συζήτηση τους κανόνες και τις βασικές επιλογές.

Προφανής απόδειξη των όσων περιγράψαμε είναι τα γεγονότα που συνέβησαν αυτές τις μέρες στην Ελλάδα και την Ιταλία. Πίσω από την απάτη της «κυβέρνησης τεχνοκρατών» –ή, όπως συνηθιζόταν να λέγεται στην εποχή του Μαρξ, «της κυβέρνησης όλων των ταλέντων»– κρύβεται η αναστολή της πολιτικής (δεν επιτρέπεται να παραχωρηθούν ούτε δημοψηφίσματα, ούτε εκλογές) που πρέπει να εκχωρήσει όλο το έδαφος στην οικονομία. Στο άρθρο Κυβερνητικές Πράξεις (Απρίλιος 1853), ο Μαρξ υποστήριξε ότι «ίσως το καλύτερο πράγμα που μπορεί να πει κανείς για την κυβέρνηση συνασπισμού («τεχνοκρατών») είναι ότι αντιπροσωπεύει την αδυναμία της (πολιτικής) εξουσίας σε μια μεταβατική στιγμή». Οι κυβερνήσεις δεν συζητούν πλέον ποιες οικονομικές κατευθύνσεις πρέπει να υιοθετήσουν, αλλά οι οικονομικές κατευθύνσεις προκαλούν τη δημιουργία των κυβερνήσεων.

Στην Ιταλία τα προγραμματικά σημεία αυτής της κυβέρνησης απαριθμήθηκαν σε μια επιστολή (που θα έπρεπε μάλιστα να μείνει απόρρητη) που απηύθυνε, το περασμένο καλοκαίρι, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην κυβέρνηση Μπερλουσκόνι. Για να «επανέλθει η εμπιστοσύνη» των αγορών πρέπει να προχωρήσουμε ολοταχώς στο δρόμο των «δομικών αλλαγών» (έκφραση που έγινε συνώνυμη κοινωνικής σφαγής), δηλαδή: μείωση των μισθών, αναθεώρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων όσον αφορά τους νόμους που ρυθμίζουν την πρόσληψη και την απόλυση, αύξηση της συντάξιμης ηλικίας και ιδιωτικοποιήσεις σε ευρεία κλίμακα. Οι νέες «κυβερνήσεις τεχνοκρατών», με επικεφαλής ανθρώπους που μεγάλωσαν μέσα στους οικονομικούς θεσμούς που είναι περισσότερο υπεύθυνοι για την κρίση (βλέπε τον διορισμό Παπαδήμου στην Ελλάδα και Μόντι στην Ιταλία) θα ακολουθήσουν αυτό το δρόμο. Φυσικά για το «καλό της χώρας» και για το «μέλλον των επόμενων γενεών», στήνεται στον τοίχο κάθε φωνή εκτός χορωδίας.

Στο σκηνικό αυτό, αν η αριστερά δεν θέλει να εξαφανιστεί, πρέπει να ξαναρχίσει να είναι σε θέση να ερμηνεύει τις πραγματικές αιτίες της σημερινής κρίσης και να έχει το θάρρος να προτείνει και να δοκιμάσει τις αναγκαίες ριζοσπαστικές απαντήσεις εξόδου.

Categories
Journal Articles

ΔΙΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ GRUNDRISSE ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

1. 1858-1953: Εκατό χρόνια μοναξιάς
Τον Μάιο του 1858 ο Μαρξ εγκαταλείπει τα Grundrisse προκειμένου να εξοικονομήσει χρόνο για τη Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Χρησιμοποιεί μέρη των Grundrisse για τη συγγραφή της Συμβολής, όμως στη συνέχεια δεν επανέρχεται σχεδόν ποτέ σ’ αυτά. Μάλιστα, παρ’ όλον ότι συνήθιζε να επικαλείται προηγούμενες μελέτες του, ακόμα και να μεταφέρει αυτούσια ολόκληρα χωρία τους, με την εξαίρεση των Χειρογράφων του 1861-63 κανένα απ’ αυτά τα προπαρασκευαστικά χειρόγραφα του Κεφαλαίου δεν περιέχει κάποια αναφορά στα Grundrisse. Τα χειρόγραφα αυτά μένουν, μαζί με πολλά άλλα, αναξιοποίητα, καθώς ο Μαρξ απορροφάται πλέον σε πιο ειδικά προβλήματα από αυτά που εξετάζονταν εκεί.

Δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί με το θέμα, είναι όμως πιθανό ότι ούτε και ο Ένγκελς διάβασε ποτέ τα Grundrisse. Όπως είναι γνωστό, ο Μαρξ κατόρθωσε να ολοκληρώσει μόνο τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου μέχρι το θάνατό του, και αυτός που συνέλλεξε και ξεχώρισε τα ανολοκλήρωτα χειρόγραφα ήταν ο Ένγκελς. Στην πορεία αυτής της δραστηριότητας, ο Ένγκελς θα πρέπει να εξέτασε δεκάδες πρόχειρα που περιείχαν προκαταρτικά σχεδιάσματα του Κεφαλαίου και είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι καθώς έβαζε σε κάποια σειρά το βουνό από τα χαρτιά, θα ξεφύλλισε τα Grundrisse και θα συμπέρανε ότι πρόκειται για κάποια αρχική εκδοχή του έργου του φίλου του – προγενέστερη ακόμα και της Συμβολής στην Κριτική της Πολιτική Οικονομία του 1859 – και ότι επομένως δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς του. Εκτός αυτού, ο Ένγκελς δεν αναφέρθηκε ποτέ στα Grundrisse, ούτε στους προλόγους των δυο τόμων του Κεφαλαίου που είδε να τυπώνονται, ούτε σε κάποια επιστολή από την εκτεταμένη αλληλογραφία του. Μετά το θάνατο του Ένγκελς, ένα μεγάλο μέρος των πρωτότυπων χειρογράφων του Μαρξ κατατέθηκαν στο αρχείο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) στο Βερολίνο, όπου και αντιμετωπίστηκαν με την μέγιστη αδιαφορία. Οι πολιτικές συγκρούσεις στο εσωτερικό του κόμματος εμπόδισαν τη δημοσίευση του πολυάριθμου σημαντικού υλικού που είχε αφήσει πίσω του ο Μαρξ. Μάλιστα, οι διαμάχες αυτές οδήγησαν στη διασπορά των χειρογράφων και επί ένα μεγάλο διάστημα ήταν ανέφικτη η πλήρης έκδοση των έργων του. Αλλά και κανείς δεν αναλάμβανε την ευθύνη της σύνταξης ενός καταλόγου του πνευματικού έργου του Μαρξ, με αποτέλεσμα τα Grundrisse να παραμένουν καταχωμένα μαζί με άλλα του κείμενα.

Το μοναδικό απόσπασμα των Grundrisse που είδε το φως σ’ αυτή την περίοδο ήταν η «Εισαγωγή» που δημοσίευσε ο Karl Kautsky το 1903 στο Die Neue Zeit με μια σύντομη σημείωση ότι επρόκειτο για «αποσπασματικό σχεδίασμα» με χρονολογία 23 Αυγούστου 1857. Υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για την εισαγωγή στο πρωτεύον έργο του Μαρξ, ο Kautsky της έδωσε τον τίτλο Einleitung. Zu einer Kritik der politischen Ökonomie (Εισαγωγή σε μια κριτική της Πολιτικής Οικονομίας) και επέμεινε ότι «παρά τον αποσπασματικό της χαρακτήρα» προσέφερε μια πληθώρα νέων οπτικών» (Marx 1903: 710, n.1). Πράγματι το κείμενο συγκέντρωσε σημαντικό ενδιαφέρον: οι πρώτες μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες ήταν η γαλλική (1903) και η αγγλική (1904) και πολύ σύντομα έγινε ευρέως γνωστό όταν ο Kautsky το δημοσίευσε το 1907 ως «Παράρτημα» της Συμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Ακολούθησαν όλο και περισσότερες μεταφράσεις, και μεταξύ αυτών η ρωσική (1922), η ιαπωνική (1924), η ελληνική (1927), και η κινεζική (1930) – μέχρις ότου αναδείχτηκε σε ένα από τα πλέον σχολιασμένα κείμενα στο σύνολο της θεωρητικής παραγωγής του Μαρξ.

Ωστόσο, ενώ η τύχη χαμογέλασε στην «Εισαγωγή», τα Grundrisse παρέμεναν άγνωστα επί πολλά χρόνια. Δύσκολα μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Kautsky δεν ανακάλυψε το συνολικό χειρόγραφο μαζί με την «Εισαγωγή», ωστόσο δεν ανέφερε ποτέ τίποτα σχετικό. Και λίγο αργότερα, όταν αποφάσισε να δημοσιεύσει, μεταξύ 1905 και 1910, κάποια άγνωστα μέχρι τότε γραπτά του Μαρξ, εστίασε τον ενδιαφέρον του σε μια συλλογή υλικού από το 1861-3, στην οποία έδωσε τον τίτλο Θεωρίες για την Υπεραξία.

Η ανακάλυψη των Grundrisse ήρθε το 1923, χάρη στον David Ryazanov, διευθυντή του Ινστιντούτου Μαρξ – Ένγκελς (ΜΕΙ) στη Μόσχα, και οργανωτή του Marx Engels Gesamtausgabe (MEGA), των Απάντων των Μαρξ και Ένγκελς. Μετά από μια εξέταση της Nachlass («πνευματικής κληρονομιάς») στο Βερολίνο, ο Ryazanov αποκάλυψε την ύπαρξη των Grundrisse σε μια αναφορά του στη Σοσιαλιστική Ακαδημία της Μόσχας σχετικά με την πνευματική κληρονομιά των Μαρξ και Ένγκελς:

«Ανάμεσα στα χαρτιά του Μαρξ βρήκα άλλα οκτώ χειρόγραφα οικονομικών μελετών […] Τα χειρόγραφα αυτά μπορούν να χρονολογηθούν γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1850, και περιλαμβάνουν το πρώτο σχεδίασμα του έργου του Μαρξ [ Das Kapital], ο τίτλος του οποίου δεν είχε οριστικοποιηθεί εκείνη την εποχή. [Ακόμα] περιλαμβάνει την πρώτη εκδοχή τηςΣυμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» [1] (Ryazanov 1925: 393-4).

«Σε κάποιο από αυτά τα τετράδια», συνεχίζει ο Ryazanov, «ο Kautsky βρήκε την “Εισαγωγή” στη Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας – και θεωρεί ότι τα προπαρασκευαστικά χειρόγραφα για το Κεφάλαιο είναι “εξαιρετικού ενδιαφέροντος για όσα έχουν να μας πουν σχετικά με την ιστορία της πνευματικής ανάπτυξης του Μαρξ και τη χαρακτηριστική του μέθοδο εργασίας και έρευνας”» (Ryazanov 1925: 394).

Μετά από μια συμφωνία για δημοσίευση της MEGA μεταξύ του ΜΕΙ, του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας της Φρανκφούρτης και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (που εξακολουθούσε να έχει την επιμέλεια των Marx-Engels Nachlass) τα Grundrisse φωτογραφήθηκαν μαζί με πολλά άλλα αδημοσίευτα γραπτά και άρχισαν να μελετώνται από ειδήμονες στη Μόσχα. Μεταξύ 1925 και 1927, ο Pavel Veller από το ΜΕΙ συνέταξε έναν κατάλογο όλων των προπαρασκευαστικών υλικών του Κεφαλαίου, το πρώτο από τα οποία ήταν τα ίδια τα Grundrisse. Μέχρι το 1931, το χειρόγραφο είχε αποκρυπτογραφηθεί και δακτυλογραφηθεί στο σύνολό του και το 1933 ένα μέρος του δημοσιεύτηκε στα ρωσικά ως «Κεφάλαιο για το χρήμα», ακολουθούμενο από μια αντίστοιχη γερμανική έκδοση. Τέλος, το 1936, το Ινστιντούτο Μαρξ – Ένγκελς – Λένιν (ΜΕLI, διάδοχος του ΜΕΙ) απέκτησε έξι από τα οκτώ τετράδια των Grundrisse, γεγονός που έκανε εφικτή τη λύση των εκκρεμών εκδοτικών προβλημάτων.

Στη συνέχεια, το 1939, το τελευταίο σημαντικό χειρόγραφο του Μαρξ – μια εκτεταμένη εργασία μιας από τις πιο γόνιμες περιόδους της ζωής του – δημοσιεύτηκε στη Μόσχα με τον τίτλο που του έδωσε ο Veller:Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie (Rohentwurf) 1857–1858. Δύο χρόνια αργότερα ακολούθησε ένα παράρτημα (Anhang) που περιελάμβανε τα σχόλια του Μαρξ του 1850-1 σχετικά με τις Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας του Ρικάρντο, τις σημειώσεις του για τους Bastiat και Carey, τον πίνακα περιεχόμενων τωνGrundrisse από τον ίδιο τον Μαρξ, και το προπαρασκευαστικό υλικό (Urtext) για τη Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του 1859. Ο πρόλογος του MELI στην έκδοση του 1939 υπογράμμιζε την εξαιρετική του αξία: «το χειρόγραφο του 1857-1958, που δημοσιεύεται για πρώτη φορά αυτούσιο στον παρόντα τόμο, σηματοδοτεί μια αποφασιστική βαθμίδα του οικονομικού έργου του Μαρξ» (Marx-Engels-Lenin-Institut 1939: VII).

Παρά το ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του εκδότη και η μορφή της δημοσίευσης ήταν παρόμοια, τα Grundrisse δεν περιελήφθησαν στους τόμους της MEGA αλλά εκδόθηκαν ξεχωριστά. Ακόμα, η μεσολάβηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνέβαλε ώστε το έργο να παραμείνει πρακτικά άγνωστο: Τα τρία χιλιάδες αντίγραφα πολύ γρήγορα έγιναν δυσεύρετα και πολύ λίγα απ’ αυτά κατόρθωσαν να διασχίσουν τα σοβιετικά σύνορα. Τα Grundrisse δεν εμφανίζονται στα Sochinenya του 1928-1947, την πρώτη ρωσική έκδοση των έργων των Μαρξ και Ένγκελς, και η πρώτη αναπαραγωγή τους στα γερμανικά γίνεται μόλις στα 1953. Ενώ είναι εκπληκτικό το ότι ένα κείμενο αιρετικό σε σχέση με τους μη επιδεχόμενους αμφισβήτηση κανόνες τουdiamat, του σοβιετικού τύπου διαλεκτικού υλισμού, όπως τα Grundrisse, εκδόθηκε στη διάρκεια της σταλινικής περιόδου, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι την εποχή εκείνη ήταν το σημαντικότερο κείμενο του Μαρξ που δεν κυκλοφορούσε στα γερμανικά. Η τελική του έκδοση στο Ανατολικό Βερολίνο σε 30.000 αντίτυπα ήταν μέρος του Karl Marx Jahr (έτους Καρλ Μαρξ) και του εορτασμού για τα εβδομήντα χρόνια από το θάνατο και τα εκατόν δεκαπέντε χρόνια από τη γέννησή του. Έτσι λοιπόν, τα Grundrisse, που γράφτηκαν το 1857-8, έγιναν προσιτά στο ευρύ κοινό μετά το 1953, μετά από εκατόν πενήντα χρόνια μοναξιάς.

2. Πεντακόσιες χιλιάδες αντίτυπα διάσπαρτα σ’ όλο τον κόσμο
Παρά την αίσθηση που προκάλεσε αυτό το σημαντικό νέο, προγενέστερο του Κεφαλαίου χειρόγραφο, και παρά τη θεωρητική αξία που του αποδόθηκε, οι εκδόσεις του σε άλλες γλώσσες ήρθαν καθυστερημένα. Μετά την «Εισαγωγή», ένα άλλο απόσπασμα, το πρώτο που κίνησε το ενδιαφέρον, ήταν «οι προκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής». Το απόσπασμα αυτό μεταφράστηκε στα ρωσικά το 1939 και μετά, από τα ρωσικά στα ιαπωνικά το 1947-8. Στη συνέχεια, η ξεχωριστή γερμανική έκδοση αυτού του κεφαλαίου και μια μετάφρασή του στα αγγλικά συνέβαλαν στην εξασφάλιση ενός ευρύτατου αναγνωστικού κοινού. Η γερμανική έκδοση, το 1952, που αποτέλεσε μέρος τουKleine Bücherei des Marxismus- Leninismus (Μικρή Βιβλιοθήκη Μαρξισμού-Λενινισμού) χρησίμευσε ως βάση για την ιταλική και ουγγρική έκδοση (1953 και 1954 αντίστοιχα), ενώ η αγγλική που δημοσιεύτηκε το 1964, βοήθησε στη διάδοσή του στον αγγλόφωνο κόσμο και στη συνέχεια στον ισπανόφωνο κόσμο μέσω μεταφράσεων που εκδόθηκαν στην Αργεντινή (1966) και Ισπανία (1967). Ο εκδότης αυτής της αγγλικής έκδοσης, Έρικ Χομπσμπάνουμ, προσέθεσε έναν πρόλογο που βοηθούσε στην υπογράμμιση της σημασίας του: «Οι προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί», έγραφε ο Χομπσμπάνουμ, «ήταν η συστηματικότερη προσπάθεια του Μαρξ να αναμετρηθεί με το πρόβλημα της ιστορικής εξέλιξης» και «μπορούμε να πούμε χωρίς καμιά επιφύλαξη, ότι κάθε μαρξιστική ιστορική συζήτηση που δεν [την] λαμβάνει υπ’ όψη της […] θα πρέπει να επανεξεταστεί υπό το φως της» (Hobsbawm 1964: 10). Πράγματι, όλο και περισσότεροι ερευνητές σ’ ολόκληρο τον κόσμο άρχισαν να ασχολούνται μ’ αυτό το κείμενο, που δημοσιεύτηκε σε πολλές άλλες χώρες προκαλώντας πάντοτε σημαντικές ιστορικές και θεωρητικές συζητήσεις.

Οι μεταφράσεις των Grundrisse στην πλήρη τους εκδοχή άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Η διάδοσή τους ήταν μια αργή αλλά και μη αναστρέψιμη διαδικασία, η οποία τελικά επέτρεψε μια συνολικότερη και σε κάποιες περιπτώσεις διαφορετική αξιολόγηση του έργου του Μαρξ. Οι καλύτεροι ερμηνευτές των Grundrisse μελέτησαν το πρωτότυπο κείμενο, ωστόσο η ευρύτερη μελέτη του – τόσο μεταξύ των ερευνητών που αδυνατούσαν να διαβάσουν γερμανικά, όσο και πρωτίστως, μεταξύ των αγωνιστών της Αριστεράς και των φοιτητών – ήρθε μόνο μετά τη δημοσίευσή τους στις διάφορες εθνικές γλώσσες. Οι πρώτες τέτοιες εκδόσεις εμφανίστηκαν στην Ανατολή: στα ιαπωνικά (1958 – 65) και τα κινέζικα (1962 -78). Στη Σοβιετική Ένωση έχουμε μια έκδοση στα ρώσικα μόλις το 1968-9, ως συμπλήρωμα της δεύτερης διευρυμένης έκδοσης των Sochineniya (1955–66). Ο προηγούμενος αποκλεισμός του από την έκδοση αυτή ήταν πολύ σοβαρή παράλειψη γιατί οδήγησε σε μια αντίστοιχη απουσία των Grundrisse από τα Marx- Engels Werke (MEW) του 1956-68, που αναπαρήγαγαν τα κείμενα της σοβιετικής επιλογής. Μ’ αυτό τον τρόπο, η MEW, η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη έκδοση των έργων των Μαρξ και Ένγκελς και πηγή για τη μετάφρασή τους στις περισσότερες άλλες γλώσσες, στερήθηκε τα Grundrisse μέχρι την τελική τους δημοσίευση ως συμπλήρωμα, στα 1983.

Τα Grundrisse άρχισαν να κυκλοφορούν στη Δ. Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η πρώτη μετάφρασή τους ήταν στα γαλλικά (1967-8), ήταν όμως χαμηλής ποιότητας και χρειάστηκε να αντικατασταθεί από μια πιστότερη μετάφραση στα 1980. Ακολούθησε μια ιταλική έκδοση μεταξύ 1968 και 1970, με την πρωτοβουλία να προέρχεται, όπως και στην περίπτωση της Γαλλίας, από οίκο ανεξάρτητο του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στα ισπανικά στη δεκαετία του 1970. Αν εξαιρέσουμε την έκδοση του 1970-1 στην Κούβα, που είχε περιορισμένη αξία λόγω του ότι βασίστηκε στη γαλλική μετάφραση, και η κυκλοφορία της οποίας παρέμεινε περιορισμένη στα όρια της χώρας, η πρώτη σωστή ισπανική μετάφραση πραγματοποιήθηκε στην Αργεντινή μεταξύ 1970 και 1976. Ακολούθησαν άλλες τρεις διαδοχικές εκδόσεις στην Ισπανία, την Αργεντινή και το Μεξικό, καθιστώντας την ισπανική τη γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό μεταφράσεων των Grundrisse.

Της αγγλικής μετάφρασης προηγήθηκε το 1971 μια επιλογή αποσπασμάτων, των οποίων ο εκδότης, McLellan, ενίσχυσε τις προσδοκίες των αναγνωστών σχετικά με το κείμενο: «Τα Grundrisse είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό σκαρίφημα του Κεφαλαίου» (McLellan 1971: 2). Στην πραγματικότητα, «περιέχει μια σύνθεση των διαφόρων “νημάτων” της σκέψης του Μαρξ, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο έργο του […] Κατά μια έννοια, κανένα από τα έργα του Μαρξ δεν είναι πλήρες, ωστόσο το πληρέστερο όλων είναι τα Grundrisse» (McLellan 1971: 14-15). Η πλήρης έκδοση ολοκληρώθηκε τελικά το 1973, είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά την πρωτότυπη έκδοση στα γερμανικά. Ο μεταφραστής τους, Martin Nicolaus σημείωσε στον πρόλογο: «Πέρα από τη μεγάλη βιογραφική και ιστορική τους αξία, [τα Grundrisse] προσθέτουν σημαντικό νέο υλικό και αποτελούν το μοναδικό περίγραμμα του οικονομικο-πολιτικού προτάγματος του Μαρξ στο σύνολό του. Τα Grundrisse αμφισβητούν και θέτουν υπό δοκιμασία την όποια σοβαρή ερμηνεία του Μαρξ που έχει εμφανιστεί μέχρι σήμερα» (Nicolaus 1973: 7).

Η δεκαετία του 1970 ήταν επίσης η κρίσιμη δεκαετία για τις μεταφράσεις στην Ανατολική Ευρώπη. Γιατί, από τη στιγμή που δόθηκε το πράσινο φως στη Σοβιετική Ένωση, δεν υπήρχε πλέον εμπόδιο για την εμφάνιση των Grundrisse στις «δορυφορικές» χώρες: Ουγγαρία (1972), Τσεχοσλοβακία (1971-7 στα τσέχικα, και 1974-5 στα σλοβάκικα) και Ρουμανία (1972-4), όπως επίσης και στη Γιουγκοσλαβία (1979). Στο ίδιο διάστημα, δύο δανέζικες εκδόσεις εμφανίστηκαν περίπου ταυτόχρονα: μια από τον εκδοτικό οίκο που συνδεόταν με το Κομμουνιστικό Κόμμα (1974-8), και μια άλλη από έναν οίκο που γειτνίαζε στη Νέα Αριστερά (1975-7).

Στη δεκαετία του 1980 τα Grundrisse μεταφράστηκαν επίσης στα ιρανικά (1985-7), όπου και απετέλεσαν την πρώτη σοβαρή μετάφραση μαρξικού έργου γενικότερα, και σε μια σειρά άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η σλοβενική έκδοση χρονολογείται από το 1985 και η πολωνική και φινλανδική από το 1986 (η τελευταία με τη σοβιετική υποστήριξη).

Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος αυτού που αποκλήθηκε «υπαρκτός σοσιαλισμός», και που στην πραγματικότητα ήταν μια κραυγαλέα άρνηση της σκέψης του Μαρξ, υπήρξε μια ύφεση στη δημοσίευση κειμένων του Μαρξ. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και στα χρόνια όπου η σιωπή που περιέβαλλε το συγγραφέα τους έσπαγε από μόνο από εκείνους που τη συνυπέγραφαν με την απόλυτη βεβαιότητα της λήθης, τα Grundrisse συνέχισαν να μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες. Οι εκδόσεις στην Ελλάδα (1989-92), την Τουρκία (1999-2003), τη Ν. Κορέα (2000) και τη Βραζιλία (προγραμματίζεται για το 2008) κατέστησαν τα Grundrisse το έργο του Μαρξ με το μεγαλύτερο αριθμό νέων μεταφράσεων στις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Συνολικά, τα Grundrisse στο σύνολό τους έχουν μεταφραστεί σε 22 γλώσσες[2] και σε 32 διαφορετικές εκδοχές. Μόνο οι ολοκληρωμένες εκδόσεις έχουν τυπωθεί σε 500.000 αντίτυπα[3] – αριθμός που ασφαλώς θα προκαλούσε μεγάλη έκπληξη στο συντάκτη τους, που τα έγραψε μόνο για να συνοψίσει, με ιδιαίτερη σπουδή, τις οικονομικές μελέτες που είχε επιχειρήσει μέχρι τη στιγμή εκείνη.

3. Αναγνώστες και ερμηνευτές
Η ιστορία της υποδοχής των Grundrisse, όπως και της διάδοσής τους, χαρακτηρίζεται από την πολύ καθυστερημένη αρχή της. Ο αποφασιστικός λόγος αυτής της καθυστέρησης, πέρα από τις καμπές που συνδέονται με την επανανακάλυψή τους, είναι ασφαλώς η πολυπλοκότητα του ίδιου του αποσπασματικού και αδρά σχεδιασμένου χειρογράφου, που δύσκολα μπορεί να ερμηνευτεί και να μεταγραφεί σε άλλες γλώσσες. Σε σχέση με αυτό, ο έγκυρος ερευνητής Roman Rosdolsky, σημείωσε:

«Το 1948, όταν είχα για πρώτη φορά την τύχη να δω ένα από τα πολύ σπάνια αντίγραφα […], ήταν ευθύς εξ αρχής σαφές ότι επρόκειτο για ένα έργο θεμελιώδους σημασίας για τη μαρξιστική θεωρία. Ωστόσο, η ασυνήθιστη μορφή του και σε κάποιο βαθμό ο σκοτεινός τρόπος έκφρασης το καθιστούσαν εντελώς ακατάλληλο να προσεγγιστεί από ένα ευρύ κύκλο αναγνωστών» (Rosdolsky 1977: xi)

Οι σκέψεις αυτές οδήγησαν τον Rosdolsky να επιχειρήσει μια σαφή παρουσίαση και κριτική εξέταση του κειμένου: η εργασία αυτή, με τίτλο Zur Entstehungsgeschichte des Marxschen ‘Kapital’. Der Rohentwurf des ‘Kapital’ 1857-58 ( Για την ιστορία διαμόρφωσης του «Κεφαλαίου» του Μαρξ), που εκδόθηκε στα γερμανικά το 1968, είναι η πρώτη και μέχρι σήμερα η κυριότερη μονογραφία με θέμα τα Grundrisse. Μεταφρασμένη σε πολλές γλώσσες, ενθάρρυνε τη δημοσίευση και κυκλοφορία του μαρξικού έργου και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τους μεταγενέστερους ερμηνευτές του. Το 1968 ήταν μια σημαντική χρονιά για τα Grundrisse. Πέραν του βιβλίου του Rosdolsky είχαμε το πρώτο αγγλικό δοκίμιο σε σχέση με ταGrundrisse, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Μαρτίου – Απριλίου του New Left Review. Ήταν το άρθρο του Martin Nicolaus, «Ο άγνωστος Μαρξ» (The Unknown Marx), που συνέβαλε στο να γίνουν τα Grundrisse ευρύτερα γνωστά και ανέδειξε την ανάγκη μιας πλήρους μετάφρασής τους. Ταυτόχρονα, σε Γερμανία και Ιταλία, τα Grundrisse έγιναν σημείο αναφοράς μερικών από τους ηγέτες της φοιτητικής εξέγερσης, που γοητεύονταν από το ριζοσπαστικό και εκρηκτικό περιεχόμενό τους. Η γοητεία αυτή των Grundrisse ήταν ακαταμάχητη ιδίως μεταξύ των αγωνιστών της Νέας Αριστεράς που ήταν στρατευμένοι στην ανασκευή της ερμηνείας του Μαρξ που πρότεινε ο «μαρξισμός – λενινισμός».

Από την άλλη, οι καιροί άλλαζαν και στον ανατολικό κόσμο. Μετά από μια αρχική περίοδο κατά την οποία τα Grundrisse ήταν σχεδόν απολύτως αγνοημένα, ή αντιμετωπίζονταν με διστακτικότητα, η εισαγωγική μελέτη του Vitalii Vygodskii με τίτλο Istoriya odnogo velikogo otkrytiya Karla Marksa (Η ιστορία μιας μεγάλης ανακάλυψης: Πώς έγραψε ο Μαρξ το «Κεφάλαιο»), που εκδόθηκε το 1965 στη Ρωσία και το 1967 στη Λαοκρατική Γερμανία, όρισε μια αισθητά διαφορετική προσέγγιση. Ο Vygodskii όρισε τα Grundrisse ως «μεγαλοφυές έργο» που μας «οδηγεί στο “δημιουργικό εργαστήριο” του Μαρξ και μας επιτρέπει να ακολουθήσουμε βήμα προς βήμα τη διαδικασία με την οποία ανέπτυξε την οικονομική του θεωρία» και στο οποίο καλούμαστε επομένως να δώσουμε τη δέουσα προσοχή (Vygodski 1974: 44).

Σε διάστημα λίγων ετών τα Grundrisse αναδείχτηκαν σε κείμενο κλειδί για πολλούς από τους επιφανέστερους μαρξιστές. Εκτός από τους προαναφερθέντες, οι ερευνητές που ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με το συγκεκριμένο έργο ήταν ο Walter Tuchscheerer στη Λαοκρατική Γερμανία, ο Alfred Schmidt στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, ο Lucien Sève στη Γαλλία, ο Kiyoaki Hirata στην Ιαπωνία, ο Gajo Petrovic στη Γιουγκοσλαβία, ο Antonio Negri στην Ιταλία, ο Αdam Schaff στην Πολωνία και ο Allen Oakley στην Αυστραλία. Γενικότερα, αποτέλεσε πλέον ένα έργο με το οποίο θα έπρεπε να αναμετρηθεί κάθε σοβαρός μελετητής του Μαρξ.

Με κάποιες αποχρώσεις, οι ερμηνευτές των Grundrisse χωρίζονται σ’ αυτούς που τα θεωρούν ως ένα αυτόνομο έργο εννοιολογικά αυτάρκες, και σ’ αυτούς που τα αντιμετωπίζουν ως ένα πρώιμο χειρόγραφο που απλά έστρωσε το δρόμο για το Κεφάλαιο. Το ιδεολογικό υπόβαθρο στις συζητήσεις περί των Grundrisse – πυρήνας της διαμάχης ήταν η νομιμότητα ή μη νομιμότητα της ερμηνείας του Μαρξ στη βάση κυρίως του έργου αυτού, με τεράστιες πολιτικές συνέπειες – ευνόησε την ανάπτυξη ανεπαρκών ερμηνειών ή άλλων που σήμερα φαίνονται φαιδρές. Κάποιοι από τους πλέον ένθερμους σχολιαστές των Grundrisse έφτασαν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι το έργο αυτό ήταν θεωρητικά ανώτερο από το Κεφάλαιο, παρά τα επί πλέον δέκα χρόνια εντατικών ερευνών που μεσολάβησαν μέχρι τη δημοσίευση του τελευταίου. Αντίστοιχα, κάποιοι από τους κύριους υποβαθμιστές των Grundrisse υποστήριζαν ότι παρά τα σημαντικά κεφάλαια για την κατανόηση της σχέσης του Μαρξ με τον Χέγκελ και τα αποσπάσματα σε σχέση με την αλλοτρίωση, το έργο αυτό δεν προσέθετε κάτι σε όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα για τον Μαρξ.

Δεν υπήρξαν μόνο αντίθετες αναγνώσεις των Grundrisse, αλλά και μη αναγνώσεις – το πιο κτυπητό και αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι αυτό του Λουί Αλτουσσέρ. Ακόμα κι όταν ο Αλτουσσέρ επιχειρούσε να κάνει τις υποτιθέμενες σιωπές του Μαρξ να μιλήσουν και να αναγνώσει το Κεφάλαιο με ένα τέτοιο τρόπο ώστε να «να γίνουν ορατά τα όποια αόρατα στοιχεία επιβιώνουν σ’ αυτό» (Althusser and Balibar 1979: 32), επέτρεψε στον εαυτό του να παραβλέψει τον εντυπωσιακό όγκο εκατοντάδων σελίδων των Grundrisse, προκειμένου να πραγματοποιήσει την (πολυσυζητημένη) διχοτόμηση της μαρξικής σκέψης στα έργα της νεότητας και στα έργα της ωριμότητάς του, χωρίς να λάβει υπ’ όψη του το περιεχόμενο και τη σημασία των χειρογράφων του 1857-8. [4]

Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, τα Grundrisse γνώρισαν έναν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό αναγνωστών και ερμηνευτών. Έχουμε τη δημοσίευση δύο εκτεταμένων σχολιασμών, με τον πρώτο στα ιαπωνικά το 1974 (Morita, Kiriro και Toshio Yamada 1974), και το δεύτερο στα γερμανικά το 1978 (Projektgruppe Entwicklung des Marxschen Systems 1978), αλλά και άλλους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το θέμα. Πολλοί ερευνητές το είδαν ως κείμενο ειδικής σημασίας για ένα από τα ευρύτερα συζητημένα ζητήματα που αφορούν τη σκέψη του Μαρξ: την πνευματική του οφειλή στον Χέγκελ. Κάποιοι άλλοι γοητεύτηκαν από τις σχεδόν προφητικές του προτάσεις στα αποσπάσματα που αφορούν την εκμηχάνιση και την αυτοματοποίηση, ενώ στην Ιαπωνία τα Grundrisse διαβάστηκαν ως ένα από τα σημαντικότερα κείμενα για την κατανόηση της νεωτερικότητας. Κατά τη δεκαετία του 1980 είχαμε την εμφάνιση των πρώτων λεπτομερών μελετών στην Κίνα όπου το έργο χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να φωτίσει τη γένεση του Κεφαλαίου, ενώ στη Σοβιετική Ένωση έλαβε χώρα η δημοσίευση ενός συλλογικού τόμου αφιερωμένου αποκλειστικά στα Grundrisse (Vv. Aa. 1987).

Κατά τα τελευταία χρόνια, η συνεχιζόμενη ικανότητα του μαρξικού έργου να εξηγεί τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (και ταυτόχρονα να ασκεί κριτική σ’ αυτόν) έχει προκαλέσει την αναγέννηση του ενδιαφέροντος από μέρους πολλών ερευνητών σ’ ολόκληρο τον κόσμο (βλ. επίσης Musto 2007). Αν αυτή η αναγέννηση έχει διάρκεια και αν συνοδευτεί από μια νέα ζήτηση για τη θεωρία του Μαρξ στο πεδίο της πολιτικής, τα Grundrisse ασφαλώς για μια ακόμα φορά θα αναδειχτούν σε ένα από τα γραπτά του που είναι ικανά να προσελκύσουν ιδιαίτερη προσοχή.

Μέχρι τότε, με την ελπίδα ότι «η θεωρία του Μαρξ θα αποτελεί μια ζωντανή πηγή γνώσης και την πολιτική πρακτική που καθοδηγεί αυτή η γνώση» (Rosdolsky 1977: xiv), η ιστορία αναφορικά με την παγκόσμια διάδοση και υποδοχή των Grundrisse παρουσιάζεται εδώ ως μια χαμηλών τόνων αναγνώριση του συγγραφέα της και ως απόπειρα να ανακατασκευαστεί ένα κεφάλαιο της ιστορίας του Μαρξισμού που παραμένει άγραφο.

Παράρτημα: Χρονολογικός πίνακας των μεταφράσεων των Grundrisse

1939-41 Πρώτη γερμανική έκδοση
1953 Δεύτερη γερμανική έκδοση
1958-65 Ιαπωνική μετάφραση
1962-78 Κινεζική μετάφραση
1967-8 Γαλλική μετάφραση
1968-9 Ρωσική μετάφραση
1968-70 Ιταλική μετάφραση
1970-1 Ισπανική μετάφραση
1971-7 Τσεχική μετάφραση
1972 Ουγγρική μετάφραση
1972-4 Ρουμανική μετάφραση
1973 Αγγλική μετάφραση
1974-5 Σλοβακική μετάφραση
1974-8 Δανέζικη μετάφραση
1979 Σερβική / Σερβοκροατική μετάφραση
1985 Σλοβενική μετάφραση
1985-7 Περσική μετάφραση
1986 Πολωνική μετάφραση
1986 Φινλανδική μετάφραση
1989-92 Ελληνική μετάφραση
1999-2003 Τουρκική μετάφραση
2000 Κορεατική μετάφραση
2008 Πορτογαλική μετάφραση

References
1. Η ρωσική έκδοση αυτής της αναφοράς δημοσιεύτηκε το 1923.
2. Βλ. τον χρονολογικό πίνακα των μεταφράσεων στο παράρτημα. Στις πλήρεις μεταφράσεις που μνημονεύονται εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε τις επιλογές αποσπασμάτων στα σουηδικά (Karl Marx,Grunddragen i kritiken av den politiska ekonomin, Stockholm: Zenit/R&S, 1971) και τα μακεδονικά (Karl Marx, Osnovi na kritikata na politiθkata ekonomija (grub nafrlok): 1857-1858, Skopje: Komunist, 1989), όπως επίσης και τις μεταφράσεις της Εισαγωγής και των Προκαπιταλιστικών Μορφών Παραγωγής σε μια σειρά γλώσσες, από τη βιετναμέζικη, στη νορβηγική, από την αραβική στην ολλανδική, από την εβραϊκή στη βουλγαρική.
3. Ο συνολικός αριθμός υπολογίστηκε αθροίζοντας τα διαπιστωμένα αντίτυπα μετά από έρευνες στις αντίστοιχες χώρες.
4. Βλ. Lucien Sève, Penser avec Marx aujourd’hui, Paris: La Dispute, 2004. Ο Sève θυμάται ότι «αν εξαιρέσουμε κάποια κείμενα όπως η Εισαγωγή […] ο Αλτουσσέρ δεν διάβασε ποτέ τα Grundrisse με την πραγματική έννοια του όρου διαβάζω» (σ. 29). Υιοθετώντας από τον Gaston Bachelard τον όρο της επιστημολογικής τομής (coupure épisté mologique), τον οποίο είχε δανειστεί και χρησιμοποιήσει ο ίδιος ο Αλτουσσέρ, ο Sève μιλάει για «τεχνητή βιβλιογραφική τομή» ( coupure bibliographique), που οδήγησε στις πιο λαθεμένες απόψεις περί της γένεσης και τελικά της συμφωνίας της με τη σκέψη του ώριμου Μαρξ» (σ. 30).

Βιβλιογραφία
Althusser, Louis and Balibar, Étienne (1979) Reading Capital, London: Verso.
Hobsbawm, Eric J. (1964) “Introduction”, in Karl Marx, Pre-Capitalist Economic
Formations , London: Lawrence & Wishart, σσ. 9-65.
Marx, Karl (1903) “Einleitung zu einer Kritik der politischen Ökonomie“, Die Neue Zeit, έτος 21, τ. 1: 710–18, 741–5 και 772–81.
Marx-Engels-Lenin-Institut (1939), “Vorwort“ (Πρόλογος), in Karl Marx, Grundrisse der
Kritik der politischen Ökonomie (Rohentwurf) 1857–1858 , Moscow: Verlag für Fremdsprachige Literatur, pp. VII-XVI.
McLellan, David (1971) Marx’s Grundrisse, London: Macmillan.
Morita, Kiriro &d Toshio Yamada, Toshio (1974) Komentaru keizaigakuhihan’yoko (Σχόλια πάνω στα Grundrisse), Tokyo: Nihonhyoronsha.
Musto, Marcello (2007) “The Rediscovery of Karl Marx”, International Review of Social History , 52/3: 477-98.
Nicolaus, Martin (1973) “Foreword, in Marx, Karl Grundrisse, Harmondsworth: Penguin Books, σσ. 7-63.
Projektgruppe Entwicklung des Marxschen Systems (1978) Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie (Rohentwurf). Kommentar , Hamburg: VSA.
Rosdolsky, Roman (1977) The Making of Marx’s “Capital”, vol. 1, London: Pluto Press.
Ryazanov, David (1925) “Neueste Mitteilungen über den literarischen Nachlaß von Karl Marx und Friedrich Engels”, Archiv für die Geschichte des Sozialismus und der Arbeiterbewegung , έτος 11: 385-400.
Sève, Lucien (2004) Penser avec Marx aujourd’hui, Paris: La Dispute.
Vv. Aa. (1987) Pervonachal’ny variant ‘Kapitala’. Ekonomicheskie rukopisi K. Marksa 1857–1858 godov (Η πρώτη έκδοση του Κεφαλαίου, Τα οικονομικά χειρόγραφα του 1957-8 του K. Marx), Moscow: Politizdat.
Vygodskii, Vitalii (1974)The Story of a Great Discovery: How Marx Wrote “ Capital”, Tunbridge Wells: Abacus Press.

Categories
Journal Articles

Ο ΜΑΡΞ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

1. Π αρίσι: Η πρωτεύουσα του νέου κόσμου
Το Παρίσι είναι ένα «θαυμαστό τέρας, ένα καταπληκτικό περίπλεγμα από αισθήσεις, μηχανές και σκέψεις, η πόλη των εκατό χιλιάδων μυθιστορημάτων, η κεφαλή του κόσμου».[1] Έτσι περιέγραψε ο Μπαλζάκ σε μια από τις αφηγήσεις του την επίδραση της γαλλικής πρωτεύουσας πάνω σε όλους όσους δεν την γνώριζαν καλά.

Στα χρόνια πριν την επανάσταση του 1848 η πόλη κατοικείτο από βιοτέχνες και εργάτες σε μόνιμη πολιτική αναταραχή, παροικίες προσφύγων, επαναστάτες, συγγραφείς και καλλιτέχνες από διάφορες χώρες και ο πολιτικός αναβρασμός είχε φτάσει σε μια τέτοια ένταση που συναντάται σε ελάχιστες άλλες ιστορικές εποχές. Γυναίκες και άνδρες διαφορετικής πνευματικής ευφυΐας δημοσίευαν βιβλία, περιοδικά και έντυπα, έγραφαν ποιήματα, έπαιρναν σε συγκεντρώσεις τον λόγο, συζητούσαν αδιάκοπα στα καφενεία, στο δρόμο, σε επίσημα δείπνα. Ζούσαν στον ίδιο τόπο και επηρέαζαν ο ένας τον άλλο. [2]

Ο Μπακούνιν είχε αποφασίσει «να περάσει το πόδι του πάνω από τον Ρήνο» για «(να σταθεί) με μιας στο μέσο των καινούριων πραγμάτων, που στη Γερμανία δεν έχουν ακόμα καν γεννηθεί. (Μεταξύ αυτών στην πρώτη γραμμή) η εξάπλωση της πολιτικής σκέψης σε όλους τους κύκλους της κοινωνίας». [3] Ο φον Στάιν έλεγε: «Ακόμα και στο Peuple το ίδιο είχε ξεκινήσει μια παράξενη μορφή ζωής, που δημιουργούσε νέους δεσμούς και διαισθανόταν νέες επαναστάσεις». [4] Ο Ρούνγκε διαπίστωνε: «Τις νίκες και τις ήττες μας τις ζούμε στο Παρίσι». [5]

Το Παρίσι ήταν με άλλα λόγια ο τόπος, όπου κάποιος έπρεπε να βρίσκεται αυτήν ακριβώς τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Ο Μπαλζάκ σημείωνε στη συνέχεια: «εν κατακλείδι, οι δρόμοι του Παρισιού έχουν ανθρώπινες ιδιότητες και μας δημιουργούν με την όψη τους συγκεκριμένα συναισθήματα, που δεν μπορούμε να τα καταπολεμήσουμε». [6]

Πολλά από αυτά τα συναισθήματα εντυπωσίασαν και τον Κάρλ Μαρξ σε μεγάλο βαθμό, ο οποίος, 25 χρονών, είχε φθάσει στην πόλη το Οκτώβρη του 1843. Καθόρισαν βαθιά την πνευματική του εξέλιξη, η οποία στη διάρκεια ακριβώς της παραμονής του στο Παρίσι ωρίμασε αποφασιστικά. Στη θεωρητική ευρύνοια με την οποία έφτασε ο Μαρξ στο Παρίσι μετά την δημοσιογραφική του εμπειρία στη Rheinische Zeitung και μετά την απόρριψη εκ μέρους του τού εννοιολογικού ορίζοντα του έλλογου κράτους του Χέγκελ καθώς και του δημοκρατικού ριζοσπαστισμού, [7] προστέθηκε η συγκεκριμένη του συνάντηση με το προλεταριάτο. Η αβεβαιότητα που προήλθε από την προβληματική ατμόσφαιρα της εποχής, η οποία αποκρυσταλλώθηκε γοργά μια νέα κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, εξαφανίσθηκε μετά την επαφή με την παρισινή εργατική τάξη και τις συνθήκες δουλειάς και διαβίωσής της, τις οποίες ο Μαρξ γνώρισε και σε θεωρητικό επίπεδο και στο επίπεδο της καθημερινότητας.

Η ανακάλυψη του προλεταριάτου και μαζί με αυτό της επανάστασης, η αποδοχή του κομμουνισμού αν και ακόμα σε αβέβαιη, μισο-ουτοπική μορφή, η κριτική στην θεωρησιακή φιλοσοφία του Χέγκελ και στην Αριστερά χεγκελιανής προέλευσης, το πρώτο σχέδιο της υλιστικής θεωρίας της ιστορίας και οι αρχές μιας κριτικής της πολιτικής οικονομίας – αυτά είναι τα θεμελιώδη θέματα, που ανέπτυξε ο Μαρξ την εποχή εκείνη. Σε ό,τι ακολουθεί εξετάζονται τα [Οικονομικο-φιλοσοφικά Χειρόγραφα] [8] που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, με έμφαση στα φιλολογικά ζητήματα που είναι συνδεδεμένα με αυτά, ενώ η κριτική ερμηνεία του διάσημου νεανικού του συγγράμματος εξαιρείται ηθελημένα.

2. Ο δρόμος προς την Πολιτική Οικονομία
Ήδη κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με την Rheinische Zeitung ο Μαρξ είχε ασχοληθεί με επιμέρους οικονομικά θέματα, αν και πάντα από νομικής και πολιτικής πλευράς. Από αυτό ορμώμενος ανέπτυξε το 1843 στο Kreuznach τις σκέψεις από τις οποίες προήλθε το χειρόγραφο [Για την Κριτική της Χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου], την πρώτη διατύπωση περί του ρόλου του οικονομικού παράγοντα στις κοινωνικές σχέσεις, καθώς είχε θεωρήσει την αστική κοινωνία ως την πραγματική βάση του πολιτικού κράτους.[9]

Όμως μόνο στο Παρίσι καταπιάστηκε με «μια συνειδητή κριτική σπουδή της οικονομικής θεωρίας,[10] ωθούμενος από την αντίθεση δικαίου και πολιτικής, η οποία δεν μπορούσε να λυθεί στο δικό τους πεδίο, δηλαδή ωθούμενος από την ανικανότητα και των δύο να δώσουν απαντήσεις στα κοινωνικά προβλήματα. Επιρροή αποφασιστικής σημασίας στα παραπάνω είχαν οι απόψεις που είχε εκφράσει ο Έγκελς στοUmrisse zu einer Kritik der Nationalökonomie ( Περίγραμμα για μια κριτική της [θεωρίας της] Εθνικής Οικονομίας», ένα από τα δύο άρθρα του στον πρώτο και μοναδικό τόμο των Deutsch-französische Jahrb ücher (Γερμανογαλλικών Επετηρίδων). Από αυτή τη στιγμή και μετά οι κατά κύριο λόγο φιλοσοφικές, πολιτικές, και ιστορικές έρευνες του Μαρξ κατευθύνθηκαν προς αυτή την νέα επιστήμη, που έγινε το κομβικό σημείο των επιστημονικών ερευνών και προσπαθειών του. Οριοθέτησε έτσι έναν νέο ορίζοντα, από τον οποίο δεν θα παρέκκλινε ποτέ. [11]

Κάτω από την επιρροή του έργου Über das Geldwesen (Σχετικά με την έννοια του χρήματος) του Χες, ο οποίος μετέφερε την έννοια της αποξένωσης από την νοητική στην κοινωνικοοικονομική σφαίρα, επικεντρώθηκαν οι αντίστοιχες αναλύσεις σε μια πρώτη φάση στην κριτική της μεσολάβησης του χρήματος, που ερχόταν αντιμέτωπη την πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης. Στην πολεμική κατά του έργου του Μπρούνο Μπάουερ (Bruno Bauer) Zur Judenfrage (Σχετικά με το εβραϊκό ζήτημα) ο Μαρξ θεωρεί αυτή τη σχέση σαν το κοινωνικό πρόβλημα που εκφράζει τη φιλοσοφική και στορικοκοινωνική προϋπόθεση ολόκληρου του καπιταλιστικού πολιτισμού. Ο Εβραίος είναι αλληγορία και ιστορική πρωτοπορία των σχέσεων που αυτός (ο πολιτισμός) αναδεικνύει, η κοσμική του μορφή ανάγεται σε αυτήν του καπιταλιστή tout court.[12]

Λίγο αργότερα ο Μαρξ εγκαινίασε το νέο πεδίο ερευνών με ένα πλήθος μελετών και κριτικών καταγραφών που, όπως θα περιγράψουμε εκτενώς παρακάτω, αποτύπωσε διαδοχικά στα χειρόγραφα και στις σημειώσεις του, τις οποίες συνήθως πρόσθετε στα κείμενα που διάβαζε. Την κατευθυντήρια γραμμή της δουλειάς του σχημάτιζε η ανάγκη, να κάνει ορατό και να αντικρούσει τον μέγιστο μυστικισμό της πολιτικής οικονομίας –δηλαδή τη θέση σύμφωνα με την οποία οι κατηγορίες της ίσχυαν πάντα και παντού. Ο Μαρξ είχε εντυπωσιαστεί από τη τύφλωση των θεωρητικών της οικονομίας, την έλλειψη ιστορικής συνείδησης εκ μέρους τους, διότι στην πραγματικότητα προσπαθούσαν να καλύψουν και να δικαιολογήσουν με τον τρόπο αυτό την απανθρωπιά των οικονομικών συνθηκών του καιρού τους, στο όνομα της φυσικότητάς τους.

Σε σχόλιο σε ένα κείμενο του Σαί παρατήρησε: «Η ατομική ιδιοκτησία είναι μια πραγματικότητα, με της οποίας την αιτιολόγηση δεν ασχολείται η εθνική οικονομία, η οποία όμως (πραγματικότητα) σχηματίζει τη βάση της (εθνικής οικονομίας) […] Ολόκληρη λοιπόν η [θεωρία της] εθνική[ς] οικονομία[ς] βασίζεται σε μια πραγματικότητα άνευ αναγκαιότητας». [13] Με παρόμοιο τρόπο εκφράστηκε και στα [οικονομικοφιλοσοφικά χειρόγραφα] στα οποία υπογράμμιζε: «Η εθνική οικονομία έχει ως αφετηρία της την ατομική ιδιοκτησία. Δεν μας την εξηγεί όμως». [14] «Αυτός [ο θεωρητικός της εθνικής οικονομίας] υποθέτει δεδομένη τη μορφή του γεγονότος, της πραγματικότητας, ενώ αυτό είναι που θα έπρεπε να αναλύσει». [15]

Η πολιτική οικονομία θεωρεί την τάξη της ατομικής ιδιοκτησίας και τις αντίστοιχες οικονομικές κατηγορίες συνακόλουθα σαν αμετάβλητες και σε αιώνια ισχύ. Ο άνθρωπος της αστικής κοινωνίας εμφανίζεται ως ο φυσιολογικός άνθρωπος. «Εάν μιλάμε για ατομική ιδιοκτησία, είναι σαν να πιστεύουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πράγμα έξω από τον άνθρωπο», [16] σχολιάζει ο Μαρξ, ο οποίος απέρριπτε με κάθε δυνατή οξύτητα αυτή την οντολογία της ανταλλαγής.

Βασισμένος σε αρκετές επισταμένες ιστορικές έρευνες, οι οποίες του έδωσαν ένα πρώτο τεκμήριο ερμηνείας για τη χρονική εξέλιξη των κοινωνικών δομών και με την αφομοίωση εκείνων των απόψεων του Προυντόν, που τις θεωρούσε τις πιο πετυχημένες, δηλαδή την κριτική του στην αντίληψη της ιδιοκτησίας ως φυσικού δικαίου, ο Μαρξ έφθασε στη θεμελιώδη άποψη για την προσωρινότητα της ιστορίας. Οι αστοί θεωρητικοί της οικονομίας είχαν παρουσιάσει τους νόμους της καπιταλιστικής μορφής της παραγωγής σαν αιώνιους νόμους της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Μαρξ αντίθετα καθιέρωσε ως αποκλειστικό και εξειδικευμένο αντικείμενο έρευνας την ειδική φύση των σχέσεων της εποχής του, «τη διαρρηγμένη πραγματικότητα της βιομηχανίας», [17] υπογράμμισε την προσωρινότητά της, τον χαρακτήρα της ως ενός ιστορικά προδιαγεγραμμένου ιστορικού σταδίου και άρχισε την έρευνα για τις αντιθέσεις που δημιουργεί ο καπιταλισμός και που οδηγούν στο ξεπέρασμά του.

Αυτός ο διαφορετικός τρόπος κατανόησης των κοινωνικών σχέσεων είχε σημαντικές συνέπειες, μεταξύ των οποίων χωρίς αμφιβολία ήταν και η ανάδυση της έννοιας της αποξενωμένης εργασίας. Σε αντίθεση με τους θεωρητικούς της πολιτικής οικονομίας, όπως και με τον Χέγκελ, οι οποίοι κατανοούσαν την εργασία σαν μια φυσική και αμετάβλητη συνθήκη της κοινωνίας, ο Μαρξ διήνυσε έναν δρόμο, στην πορεία του οποίου απέρριψε την ανθρωπολογική διάσταση της αποξένωσης και τοποθέτησε στη θέση της μια κοινωνικοϊστορικά θεμελιωμένη θέση, η οποία ανάγει την εργασία στη συγκεκριμένη δομή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής: στην ανθρώπινη αποξένωση κάτω από τις συνθήκες της βιομηχανικής εργασίας.

Οι συνοδευτικές παρατηρήσεις του Μαρξ στα αποσπάσματα που επιλέγει από τον James Mill δείχνουν καθαρά «πώς η (θεωρία της) εθνική(ς) οικονομία(ς) αποδέχεται την αποξενωμένη μορφή της κοινωνικής επαφής σαν μορφή που αντιστοιχεί στην ουσία, την αρχή και τον προορισμό του ανθρώπου». [18] Χωρίς να θεωρείται μια σταθερή συνθήκη της αντικειμενοποίησης, της παραγωγής του εργάτη, η αποξενωμένη εργασία είναι για τον Μαρξ έκφραση της κοινωνικοποίησης της εργασίας στα πλαίσια της καθεστηκυίας τάξης, του καταμερισμού εργασίας που θεωρεί τον άνθρωπο σαν «μια κινητή μηχανή», και τον μεταμορφώνει μέχρι τα όρια μιας πνευματικής και φυσικής τερατογένεσης (…)». [19]

Στη δραστηριότητα της εργασίας εμφανίζεται η ιδιαιτερότητα του ατόμου, είναι η πραγματοποίηση μιας ιδιαίτερης ανάγκης, όπου «αυτή η πραγματοποίηση της εργασίας εμφανίζεται στην κατάσταση της εθνικοοικονομικής θεωρίας σαναποξένωση του εργάτη». [20] Στην πραγματικότητα ενώ η εργασία θα ήταν αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου, ελεύθερη δημιουργική δραστηριότητα, «κάτω από την προϋπόθεση της ατομικής ιδιοκτησίας η ατομικότητά μου αλλοτριώνεται μέχρι του σημείου, όπου αυτή η δραστηριότητα μου είναι μισητή, ένα βάσανο και πολύ περισσότερο μόνο το επίπλασμα μιας δραστηριότητας, και γι’ αυτό το λόγο μια καταναγκαστική δραστηριότητα, και που μου έχει επιβληθεί μόνο από μια εξωτερική τυχαία ανάγκη» [21].

Ο Μαρξ έφθασε στα συμπεράσματα αυτά συγκεφαλαιώνοντας τις ισχύουσες θεωρίες της οικονομικής επιστήμης, ασκώντας κριτική στα επιμέρους στοιχεία τους και αντιστρέφοντας τα συμπεράσματά τους. Αφοσιώθηκε στον σκοπό αυτό με εντατική και ακούραστη προσπάθεια. Ο Μαρξ της εποχής του Παρισιού είναι ένας Μαρξ αχόρταγος για διάβασμα, που αφοσιώθηκε στη μελέτη μέρα και νύχτα. Είναι ένας Μαρξ γεμάτος ενθουσιασμό και σχέδια, που σχεδίαζε τόσο μεγάλα πλάνα εργασιών, ώστε δεν στάθηκε δυνατόν να τα αποπερατώσει ποτέ, ο οποίος μελετούσε κάθε κείμενο που είχε σχέση με το εκάστοτε ζήτημα που ερευνούσε, για να απορροφηθεί μετά από τη γοργή πρόοδο των αναζητήσεών του και τη μεταβολή των ενδιαφερόντων του, που τον οδηγούσαν σε τακτά διαστήματα σε νέους ορίζοντες, νέες προθέσεις και συνεχιζόμενες έρευνες. [22]

Στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα σχεδίαζε να συγγράψει μια κριτική στην χεγκελιανή φιλοσοφία του δικαίου, πραγματοποίησε έρευνες για τη γαλλική επανάσταση, για να συγγράψει μια ιστορία του Konvent, σχεδίασε μια κριτική των ήδη υπαρχουσών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών διδασκαλιών. Χιλιάδες άλλες προθέσεις ακολούθησαν. Μετά όρμησε σαν μανιασμένος στη μελέτη της πολιτικής οικονομίας, που την διέκοψε ξαφνικά, κυριευμένος από το πρωταρχικά ζητούμενο, να καθαρίσει οριστικά το πεδίο στη Γερμανία από την διαβρωτική κριτική του Μπάουερ και των συντρόφων του και έτσι έγραψε το πρώτο του έργο: Η Άγια οικογένεια. Οτιδήποτε υπήρχε για να του ασκηθεί κριτική, περνούσε μέσα από το κεφάλι του και μέσα από την πένα του. Και όμως αυτός ο ακραία δημιουργικός νεαρός της χεγκελιανής αριστεράς ήταν αυτός που δημοσίευσε λιγότερα από πολλούς άλλους. Το ημιτελές που θα χαρακτηρίζει το συνολικό του έργο άφησε ήδη τη σφραγίδα του στα έργα του κατά τον πρώτο χρόνο στο Παρίσι. Η συνέπειά του ήταν απίστευτη. Αρνιόταν να γράψει έστω και μία πρόταση, εάν δεν μπορούσε να την αποδείξει με δέκα διαφορετικούς τρόπους.[23] Η πεποίθησή του ότι οι πληροφορίες του δεν ήταν πλήρεις, οι αξιολογήσεις του πρώιμες, τον εμπόδιζε στις περισσότερες των περιπτώσεων να δώσει τα έργα του για εκτύπωση, τα οποία έτσι παρέμειναν προσχέδια και αποκόμματα. [24]

Οι σημειώσεις του έχουν για τον λόγο αυτό πολύ μεγάλη αξία. Δείχνουν την ευρύτητα των ερευνών του, αποδίδουν μερικές από τις ιδέες του και πρέπει να αξιολογηθούν σαν αναπόσπαστο τμήμα του συνολικού του έργου. Αυτό ισχύει και για την περίοδο στο Παρίσι, στη διάρκεια της οποίας, τα χειρόγραφα και οι σημειώσεις που συνέγραψε αποδεικνύουν μια μεταξύ τους σχέση που είναι αδύνατο να διαχωριστεί..[25]

3. Χειρόγραφα και τετράδια με αποσπάσματα: Τα κείμενα του 1844
Παρόλη την ατελή μορφή τους και τον αποσπασματικό τρόπο που τα χαρακτηρίζει τα [Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα] του 1844 διαβάστηκαν σχεδόν πάντα χωρίς να ληφθούν υπόψη τα φιλολογικά προβλήματα με τα οποία συνδέονταν, τα οποία είτε παραβλέπονταν είτε θεωρούνταν ήσσονος σημασίας. [26] Μόλις το 1932 δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά σε επίτομη μορφή και μάλιστα σε δύο διαφορετικές εκδόσεις. Στην επιτομή Ο ιστορικός υλισμός που επιμελήθηκαν οι σοσιαλδημοκράτες Landshut και Mayer εμφανίστηκαν με τον τίτλο «Εθνική οικονομία και φιλοσοφία» [27], στη συνολική έκδοση των έργων των Μαρξ και Ένγκελς (τη MEGA) αντίθετα, σαν Oικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844 [28].

Οι δύο εκδόσεις δεν διέφεραν μόνο ως προς τον τίτλο, αλλά και ως προς το περιεχόμενο και τη σειρά των διαφόρων τμημάτων, η οποία μάλιστα παρουσίαζε πολύ μεγάλες διαφορές. Στην έκδοση που αναφέρθηκε πρώτη, η οποία ήταν γεμάτη από λάθη λόγω της μη ακριβούς αποκωδικοποίησης του πρωτοτύπου, έλειπε η πρώτη ομάδα των φύλλων, το λεγόμενο πρώτο χειρόγραφο και από λάθος προστέθηκε ένα τέταρτο χειρόγραφο το οποίο στην πραγματικότητα ήταν μια περίληψη του τελικού κεφαλαίου από την Φαινομενολογία του πνεύματος του Χέγκελ, που θεωρήθηκε ότι ήταν του Μαρξ. [29] Όμως μέχρι τότε δόθηκε ελάχιστη προσοχή στο ότι οι εκδότες της πρώτης MEGA, με το να δώσουν όνομα στα χειρόγραφα, να βάλουν τον πρόλογο στην αρχή, ενώ στην πραγματικότητα είναι στο τρίτο χειρόγραφο, και να τα τακτοποιήσουν συνολικά εκ νέου, οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο Μαρξ είχε από την αρχή σαν στόχο να γράψει μια κριτική της πολιτικής οικονομίας και ότι το συνολικό έργο ήταν δήθεν από την αρχή χωρισμένο σε κεφάλαια. [30]

Εκτός αυτού, γενικά θεωρήθηκε από λάθος ότι ο Μαρξ είχε γράψει εκείνα τα κείμενα μόνο αφού διάβασε και συνόψισε [31] τα έργα της πολιτικής οικονομίας που μελετούσε, ενώ στην πραγματικότητα, κατά τη διαδικασία της συγγραφής, χειρόγραφα και αποσπάσματα εναλλάσσονταν, και τα τελευταία μάλιστα συνόδευαν όλη την παρισινή παραγωγή του Μαρξ, από τα άρθρα για τηνΓερμανογαλλική Επετηρίδα (Deutsch-franz ösische Jahrbücher), μέχρι την Αγία Οικογένεια.

Παρά την κατά τα φαινόμενα προβληματική τους μορφή, το μπέρδεμα που προκάλεσαν οι διαφορετικές εκδόσεις και τη συνειδητοποίηση ότι ένα μεγάλο μέρος του δεύτερου, σημαντικότατου και δυστυχώς χαμένου χειρογράφου έλλειπε, κανείς από τους ερμηνευτές, κριτικούς και μεταγενέστερους εκδότες των κειμένων δεν προέβη σε εκ νέου έλεγχο των πρωτοτύπων, έλεγχο ο οποίος εντούτοις ήταν απόλυτα απαραίτητος για ένα κείμενο, το οποίο έπαιξε τόσο βαρύνοντα ρόλο στις διαφορετικές κριτικές ερμηνείες του Μαρξ.

Τα [Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα] γράφτηκαν μεταξύ Μάη και Αυγούστου και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ένα έργο συστηματικά γραμμένο, προδιαγεγραμμένο και ολοκληρωμένο. Οι πολυάριθμες ερμηνείες που τους προσέδωσαν τον χαρακτήρα μιας ολοκληρωμένης άποψης, είτε γιατί εξήραν την πληρότητα της σκέψης του Μαρξ, είτε γιατί τα θεώρησαν σαν έκφραση μιας συγκεκριμένης άποψης, σε αντίθεση με αυτήν του Μαρξ της επιστημονικής ωριμότητας,[32] αντικρούονται από τη φιλολογική ανάλυση. Ετερογενή και πολύ μακριά από το να επιδεικνύουν στενή σχέση μεταξύ των επιμέρους τμημάτων, (τα χειρόγραφα) είναι η φανερή έκφραση μιας θεωρητικής θέσης που βρίσκεται σε (μετα)κίνηση. Ο τρόπος αφομοίωσης και χρήσης των διαβασμάτων από τα οποία τροφοδοτήθηκε η σκέψη του Μαρξ μπορεί να αναδειχθεί με βάση τα εννιά διασωθέντα τετράδια με πάνω από 200 σελίδες αποσπάσματα και σχόλια. [33]

Τα παρισινά τετράδια διατηρούν τα ίχνη της συνάντησης του Μαρξ με την πολιτική οικονομία όπως και τα ίχνη της δημιουργίας των πλέον πρώιμων εργασιών του για μια οικονομική θεωρία. Από τη σύγκριση των τετραδίων αυτών με συγγράμματα που δημοσιεύτηκαν ή δεν δημοσιεύτηκαν την εποχή αυτή απορρέει ξεκάθαρα η σημασία των μελετών για την εξέλιξη των απόψεών του. [34] Ο Μαρξ δημιούργησε αποσπάσματα – για να περιορίσουμε την καταμέτρηση μόνο σε συγγραφείς της πολιτικής οικονομίας – από κείμενα των Say, Schütz, List, Osiander, Smith, Skarbek, Ricardo, James Mill, MacCulloch, Prevost, Destutt de Tracy, Buret, de Boisguillebert, Law και Lauderdale. [35] Εκτός αυτού έκανε αναφορές μέσα στα [Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα] σε άρθρα και σύγχρονη αλληλογραφία των Proudhon, Schulz, Pecquer, Loudon, Sismondi, Ganihl, Chevalier, Malthus, de Pompery και Bentham.

Τα πρώτα αποσπάσματα από το Traité d’é conomie politique του Say, από το οποίο ο Μαρξ αντέγραψε ολόκληρα τμήματα, προέκυψαν όταν αποκτούσε τις πρώτες θεμελιώδεις γνώσεις οικονομίας. Η μοναδική δική του άποψη προστέθηκε εκ των υστέρων και βρίσκεται στη δεξιά πλευρά της σελίδας, την οποία διατηρούσε συνήθως για τον σκοπό αυτό. Επίσης και με τις περιλήψεις των Recherches sur la nature et les causes de la richesse des nations του Smith, που δημιουργήθηκαν αργότερα, ακολουθούσε τον ίδιο στόχο, να αφομοιώσει θεμελιώδεις οικονομικούς όρους. Παρόλο που πρόκειται για τα πλέον μακροσκελή αποσπάσματα, δεν βρίσκεται πράγματι ανάμεσά τους κανένα σχεδόν σχόλιο. Παρ’ όλα αυτά η σκέψη του Μαρξ γίνεται ξεκάθαρη από τη συναρμογή των παραγράφων και από τη δική του τεχνική που την συναντούμε και αλλού, της αντιπαράθεσης θέσεων διαφόρων θεωρητικών της οικονομίας που αποκλίνουν. Διαφορετικής μορφής αντίθετα είναι τα αποσπάσματα από Des principes de l’économie politique et de l’imp ôt του Ricardo, στα οποία παρουσιάζονται οι πρώτες του παρατηρήσεις. Αυτές συγκεντρώνονται στους όρους αξία και τιμή, που την εποχή εκείνη τις θεωρούσε ακόμα ταυτόσημες. Αυτή η ταυτοσημία της αξίας του προϊόντος και των τιμών ξεπήδησε από την πρωτογενή σύνθεση του Μαρξ, όπου μόνο η αξία ανταλλαγής, που προέρχεται από τον ανταγωνισμό, υφίσταται στην πραγματικότητα, ενώ τον όρο φυσική τιμή, σαν απλή νοητική κατασκευή τον τοποθετούσε στη σφαίρα των αφηρημένων εννοιών.

Με την πρόοδο των μελετών του τέτοιες κριτικές παρατηρήσεις δεν προβάλλουν πλέον σποραδικά, παρά εναλλάσσονται με τις περιλήψεις των έργων και με την πρόοδο των γνώσεων, από συγγραφέα σε συγγραφέα, γίνονται όλο και περισσότερες. Μεμονωμένες προτάσεις, κατόπιν ευρύτερες διευκρινήσεις, μέχρι που η αναλογία ανατρέπεται αφού πλέον στα Éléments d’économie politique του James Mill έχει επικεντρωθεί στην κριτική της διαμεσολάβησης του χρήματος, που την αντιλαμβάνεται ως την απόλυτη κυριαρχία του αποξενωμένου αντικειμένου επάνω στον άνθρωπο. Πλέον, τα κείμενά του δεν συνοδεύουν τα αποσπάσματα αλλά συμβαίνει πλέον το ακριβώς αντίθετο.

Ένα ακόμα στοιχείο για την περαιτέρω χρήση των σημειώσεων αυτών – κατά την χρονική στιγμή της δημιουργίας τους όπως και αργότερα – φαίνεται χρήσιμο για να δείξει την σημασία των αποσπασμάτων: Ένα τμήμα τους δημοσιεύτηκε το 1844 στο Vorwärts!, το δεκαπενθήμερο έντυπο των γερμανών εξορίστων στο Παρίσι, για να συμβάλει στη διανοητική πρόοδο των αναγνωστών της εφημερίδας. [36] Επειδή όμως ήταν πολύ ανεπτυγμένες, χρησιμοποιήθηκαν και πάλι από τον Μαρξ, που είχε την συνήθεια μετά από λίγο καιρό να ξαναδιαβάζει τις σημειώσεις του, προπάντων στα Οικονομικά Χειρόγραφα του 1857-58, πιο γνωστά ως Grundrisse, στα Χειρίγραφα του 1861-63 και στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου.

Ο Μαρξ ανέπτυσσε λοιπόν τις σκέψεις του τόσο στα [ Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα] όσο και στα τετράδια αποσπασμάτων που προέκυπταν από τις μελέτες του. Τα χειρόγραφα είναι γεμάτα από αποσπάσματα, το πρώτο είναι σχεδόν μια συλλογή από αποσπάσματα και τα τετράδια με τις συνόψεις του, παρότι είναι περισσότερο επικεντρωμένα στα κείμενα που έχει διαβάσει, περιέχουν και αυτά τα σχόλιά του. Το περιεχόμενο και των δύο, όπως και οι ιδιομορφίες γραφής – που χαρακτηρίζονται από τη διαίρεση των φύλλων σε στήλες– η αρίθμηση των σελίδων και η χρονική στιγμή της συγγραφής τους δείχνουν ότι ταΟικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα δεν αποτελούν ένα αυτόνομο έργο, [37] αλλά είναι τμήμα της κριτικής παραγωγής που περιλαμβάνει εκείνη την εποχή αποσπάσματα από τα κείμενα που μελετούσε, καθώς και κριτικές σκέψεις και επεξεργασίες σχετικά με αυτά, που τα κατέγραφε άμεσα ή σε πιο μελετημένη μορφή στο χαρτί. Το να ξεχωρίζουμε τα χειρόγραφα από τα υπόλοιπα, να τα αποκόβουμε από τον συσχετισμό τους, μπορεί να οδηγήσει σε ερμηνευτικές πλάνες.

Μόνο το σύνολο όλων αυτών των σημειώσεων, μαζί με την ιστορική ανακατασκευή της δημιουργίας τους, ξεκαθαρίζει πράγματι την κατεύθυνση και την πολυπλοκότητα της κριτικής του σκέψης κατά τη διάρκεια του ιδιαίτερα δημιουργικού χρόνου του στο Παρίσι. [38]

4. Κριτική της φιλοσοφίας και κριτική της πολιτικής
Το εξωτερικό πλαίσιο μέσα στο οποίο προόδευαν οι ιδέες του Μαρξ και η επιρροή που είχε αυτό στον ίδιο από πρακτική άποψη αξίζουν μια ακόμα σύντομη αναφορά. Το πλαίσιο αυτό ήταν διαποτισμένο από μια βαθιά κοινωνικοοικονομική μεταβολή και πάνω απ’ όλα από μια μεγάλη διεύρυνση του προλεταριάτου. Με την ανακάλυψη του προλεταριάτου, ο Μαρξ μπορούσε να τεμαχίσει την έννοια του Χέγκελ αστικό κράτος σε έννοιες με ταξικό περιεχόμενο. Επιπλέον συνειδητοποίησε ότι το προλεταριάτο ήταν μια νέα τάξη, που διέφερε από τους φτωχούς, διότι η μιζέρια του απέρρεε από τις συνθήκες εργασίας τους. Επρόκειτο για την εκδήλωση μιας κύριας αντίθεσης της αστικής κοινωνίας: «Ο εργάτης γίνεται τόσο πιο φτωχός όσο περισσότερο πλούτο παράγει, όσο περισσότερο η παραγωγή του αυξάνει σε δύναμη και έκταση».[39]

Η εξέγερση των υφαντών στη Σιλεσία τον Ιούνιο εκείνου του χρόνου πρόσφερε στον Μαρξ μια ακόμα ευκαιρία για την προώθηση της κατεύθυνσης των σκέψεών του. Στο άρθρο «Kritische Randglossen zu dem Artikel “Der König von Preußen und die Sozialreform. Von einem Preußen”» («Κριτικές σημειώσεις στο άρθρο “Ο βασιλιάς της Πρωσίας και η κοινωνική μεταρρύθμιση. Από έναν Πρώσο”», που δημοσιεύτηκε στο Vorwärts !, μέσα από την κριτική προς τον Ρούγκε και προς ένα άρθρο του που είχε μόλις δημοσιευτεί, όπου ο οποιοσδήποτε αγώνας θεωρείτο αποσπασματικός όσον αφορά το πνεύμα της πολιτικής, τήρησε αποστάσεις από τη χεγκελιανή άποψη, που έβλεπε στο κράτος τον μοναδικό εκπρόσωπο του γενικού συμφέροντος και έθετε κάθε κίνημα εντός της αστικής κοινωνίας στον χώρο της τμηματικότητας και της ιδιωτικής σφαίρας. [40] Για τον Μαρξ, αντίθετα, βρίσκεται «μια κοινωνική επανάσταση […] στη θέση της ολότητας», [41] και υπό την επίδραση ενός τέτοιου επαναστατικού γεγονότος υπογράμμισε την τυφλότητα εκείνων που έψαχναν την αιτία των κοινωνικών προβλημάτων «όχι στην υπόσταση του κράτους παρά σε μια συγκεκριμένη μορφή κράτους». [42]

Γενικά θεωρούσε τους στόχους των σοσιαλιστικών θεωριών, τη μεταρρύθμιση της κοινωνίας, την ισότητα στους μισθούς και μια νέα οργάνωση της εργασίας εντός της καπιταλιστικής τάξης, σαν προτάσεις από ανθρώπους που παρέμεναν αιχμάλωτοι των προϋποθέσεων που οι ίδιοι πολεμούσαν (Proudhon) και οι οποίοι προπάντων δεν καταλάβαιναν την πραγματική σχέση μεταξύ ατομικής ιδιοκτησίας και αποξενωμένης εργασίας. Αποδεικνύεται ότι «εάν η ατομική ιδιοκτησία εμφανίζεται σαν η αιτία, η αφετηρία της αποξενωμένης εργασίας, εντούτοις είναι πολύ περισσότερο μια συνέπεια της». [43] «Η ατομική ιδιοκτησία είναι λοιπόν το προϊόν, το αποτέλεσμα της αποξενωμένης εργασίας». [44] Στις σοσιαλιστικές θεωρίες ο Μαρξ αντιπαρέθεσε το σχέδιο για ένα ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του οικονομικού συστήματος σύμφωνα με το οποίο «το κεφάλαιο […] “σαν τέτοιο” πρέπει να καταργηθεί». [45]

Όσο πιο κοντά βρίσκονταν εκείνες οι θεωρίες στη σκέψη του τόσο οξύτερη γινόταν η κριτική του, ενισχυμένη από την ανάγκη να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Η επεξεργασία του συστήματός του τον ωθούσε σε μια διαρκή σύγκριση μεταξύ των ιδεών που τον περιέβαλαν και των αποτελεσμάτων των μελετών του, που προχωρούσαν. Ήταν η γοργή πορεία της πνευματικής του ωρίμανσης που τον ωθούσε σ’ αυτό. Όπως και τις άλλες θεωρίες, η κριτική του βρήκε και την χεγκελιανή Αριστερά. Οι κρίσεις για τους εκπροσώπους της ήταν ιδιαίτερα αυστηρές, γιατί εμπεριείχαν και αυτοκριτική για το ίδιο το παρελθόν του. Στην Allgemeine Literatur -Zeitung, το μηνιαίο έντυπο που εκδιδόταν από τον Bruno Bauer διατυπώθηκε ξεκάθαρα η θέση: «Έτσι απέχει ο κριτικός από όλες τις χαρές της κοινωνίας, όμως και τα βάσανά της βρίσκονται μακριά του […] είναι θρονιασμένος στη μοναξιά». [46] Για τον Μαρξ αντίθετα δεν είναι «η κριτική […] ένα διανοητικό πάθος. Δεν είναι ανατομικό μαχαίρι, είναι ένα όπλο.

Το αντικείμενό της είναι ο εχθρός της, τον οποίο δεν θέλει να αντικρούσει αλλά να τον εκμηδενίσει […]. Δεν θεωρεί πλέον τον εαυτό της σαν αυτοσκοπό, αλλά πλέον μόνο σαν μέσο». [47] Αντίθετα με τον σολιψισμό της «κριτικής Κριτικής», [48] που είχε σαν αφετηρία την αόριστη πίστη ότι μια αποξένωση μόνο με το που αναγνωρίζεται έχει κιόλας ξεπεραστεί, του ήταν ξεκάθαρο, ότι «η υλική βία πρέπει να γκρεμιστεί με υλική βία»[49] και το κοινωνικό Είναι μπορεί να αλλάξει μόνο μέσα από την ανθρώπινη πράξη. Το να αποκαλυφθεί η αποξένωση του ανθρώπου, το να γίνει συνειδητή, θα έπρεπε ταυτόχρονα να σημαίνει, ότι έπρεπε να προωθηθεί και η πραγματική της εξάλειψη. Δεν μπορεί να νοηθεί καμιά μεγαλύτερη απόσταση από αυτήν μεταξύ μιας φιλοσοφίας που αποκλείει τον εαυτό της μέσα στη θεωρησιακή απομόνωση και προσφεύγει απλά και μόνο άκαρπες μάχες εννοιών και της δικής του κριτικής που βρίσκεται «σε μια μάχη σώμα με σώμα» [50]. Είναι η ίδια απόσταση που χωρίζει την αναζήτηση της ελευθερίας της συνείδησης από την αναζήτηση της ελευθερίας της εργασίας.

5. Επίλογος
Η σκέψη του Μαρξ διέτρεξε μια αποφασιστικής σημασίας εξέλιξη κατά τον χρόνο που αυτός παρέμεινε στο Παρίσι. Ήταν πλέον σίγουρος, ότι η μεταβολή του κόσμου αποτελούσε ένα πρακτικό ζήτημα, «που δεν μπορούσε να το λύσει η Φιλοσοφία, ακριβώς επειδή το θεωρούσε μόνο θεωρητικό καθήκον».[51] Πήρε τελειωτικά πλέον αποστάσεις από την όποια φιλοσοφία δεν είχε συνειδητοποιήσει αυτό και δεν είχε μεταμορφωθεί στην αναγκαία φιλοσοφία της Πράξης. Η ανάλυσή του δεν ασχολήθηκε πλέον με την κατηγορία της αποξένωσης της εργασίας αλλά με την πραγματικότητα της αθλιότητας των εργατών. Τα συμπεράσματά του δεν ήταν πλέον θεωρησιακής μορφής, αλλά κατευθύνθηκαν προς την επαναστατική δράση. [52]

Και η πολιτική του σκέψη μεταβλήθηκε βαθειά. Δεν αποδέχθηκε καμιά από τις υπάρχουσες στενόμυαλες σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές διδαχές, αλλά πήρε πλέον αποστάσεις από αυτές καθώς συνειδητοποίησε ότι οι οικονομικές συνθήκες ήταν ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας. «Θρησκεία, οικογένεια, κράτος, δίκαιο, ηθική, επιστήμη, τέχνη, κλπ. αποτελούν μόνο ιδιαίτερες όψεις της παραγωγής και υπακούουν στον γενικό της νόμο». [53] Έτσι το κράτος έχασε την πρωταρχική του θέση, την οποία κατείχε στην πολιτική φιλοσοφία του Χέγκελ και έγινε κατανοητό, στο πλαίσιο της κοινωνίας, ως μια ορισμένη αλλά όχι και η κυρίαρχη σφαίρα των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων: «Μόνο η πολιτική φαντασιοκοπία θεωρεί πλέον σήμερα ότι ο αστικός τρόπος ζωής προκύπτει από το κράτος, ενώ αντίθετα στην πραγματικότητα το κράτος προκύπτει από τον αστικό τρόπο ζωής»[54].

Επίσης μεταβλήθηκε δραματικά η κατανόησή του όσον αφορά το επαναστατικό υποκείμενο. Από την αρχική θεώρηση για την «ανθρωπότητα που υποφέρει» [55] ο Μαρξ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ρόλο επαναστατικού υποκειμένου παίζει το προλεταριάτο. Το προλεταριάτο αρχικά έγινε αντιληπτό σαν αφηρημένη έννοια που εδράζεται στις διαλεκτικές αντιθέσεις, σαν «παθητικό στοιχείο» της θεωρίας [56], για να γίνει μετά, στη βάση μιας πρώτης κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης, το ενεργητικό στοιχείο της ίδιας της δικής του απελευθέρωσης, η μοναδική τάξη που διαθέτει μέσα στο καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα επαναστατική δυναμική.

Τελικά τη θέση μιας συγκεχυμένης ακόμα κριτικής στην πολιτική διαμεσολάβηση του κράτους και την οικονομική διαμεσολάβηση του χρήματος – εμπόδια για την πραγμάτωση μιας ανθρώπινης κοινότητας κατά την εκτίμηση του Feuerbach – πήρε η κριτική μιας ιστορικά καθορισμένης σχέσης, στην οποία αναγνωρίστηκε η υλική παραγωγή ως η βάση για κάθε ανάλυση και μεταβολή του παρόντος, «διότι ολόκληρη η ανθρώπινη υποδούλωση εμπεριέχεται στη σχέση του εργάτη με την παραγωγή και όλες οι σχέσεις υποδούλωσης είναι μόνο εξειδικεύσεις και συνέπειες αυτής της σχέσης». [57] Ο Μαρξ δεν ήγηρε πλέον μια γενική απαίτηση απελευθέρωσης, αλλά απαιτούσε τη ριζική μεταβολή της πραγματικής διαδικασίας παραγωγής.

Ενώ έφθανε σ’ αυτά τα συμπεράσματα σχεδίαζε και άλλες εργασίες. Μετά την Αγία Οικογένεια συνέχισε τις μελέτες (και την καταγραφή αποσπασμάτων) στην πολιτική οικονομία, σχεδίασε μια κριτική στον Stirner, έβαλε τα θεμέλια για το [ Ιστορία της δημιουργίας του σύγχρονου κράτους ή η γαλλική επανάσταση ],[58] κράτησε σημειώσεις για τον Χέγκελ, σχεδίασε μια κριτική του γερμανού θεωρητικού της οικονομίας List, που την πραγματοποίησε λίγο αργότερα.

Ήταν ακούραστος. Ο Ένγκελς τον πίεζε να θέσει στη διάθεση όλου του κόσμου το υλικό του, γιατί «έφθασε πανάθεμα ο καιρός», [59] και ο Μαρξ υπέγραψε πριν από την απέλασή του από το Παρίσι [60] ένα συμβόλαιο με τον εκδότη Leske για τη δημοσίευση ενός τόμου με τον τίτλο «Κριτική της πολιτικής και της εθνικής οικονομίας». Όμως θα πρέπει να περιμένουμε ακόμα 15 χρόνια, μέχρι που το 1859 να δοθεί για εκτύπωση ένα πρώτο μέρος του έργου του Για την κριτική της πολιτικής οικονομίας.

Τα [Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα] και τα Αποσπάσματα αντανακλούν το σκεπτικό των πρώτων βημάτων της προσπάθειας. Τα γραπτά του είναι γεμάτα από θεωρητικά στοιχεία που προέρχονται από παλαιότερους και σύγχρονους συγγραφείς. Κανένα από τα προσχέδια και κανένα έργο του της εποχής αυτής δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια συγκεκριμένη επιστήμη. Δεν υπάρχουν καθαρά φιλοσοφικά, ούτε κατά κύριο λόγο οικονομικά, ούτε αποκλειστικά πολιτικά κείμενα. Αυτό που ξεπηδά απ’ όλα αυτά δεν είναι ένα νέο σύστημα, ούτε ομοιογενές θεωρητικά σύνολο, παρά μια κριτική θεωρία.
Ο Μαρξ του 1844 κατέχει την ικανότητα να συνδυάζει τις εμπειρίες των παριζιάνων προλεταρίων, ανδρών και γυναικών, με μελέτες της γαλλικής επανάστασης, το έργο του Smith με τις απόψεις του Proudhon, την εξέγερση των υφαντών της Σιλεσίας με την κριτική της χεγκελιανής άποψης για το κράτος, την ανάλυση της φτώχειας του Buret με τον κομμουνισμό. Είναι ένας Μαρξ που ξέρει να αφομοιώνει αυτές τις διαφορετικές απόψεις και εμπειρίες και μέσα από το δέσιμό τους να δίνει ζωή σε μια επαναστατική θεωρία.

Η σκέψη του, κυρίως οι οικονομικοί στοχασμοί του, που αρχίζουν να αποκρυσταλλώνονται κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, δεν είναι καρπός μιας ξαφνικής επιφοίτησης, παρά το αποτέλεσμα μιας νοητικής διεργασίας. Καθώς η μαρξιστική-λενινιστική αγιογραφία που επικράτησε για πολύ καιρό παρουσίασε χωρίς τεκμηρίωση αυτή τη σκέψη σαν ολοκληρωμένη και προδιέγραψε ένα εργαλειακό τελικό αποτέλεσμα, παραμόρφωσε με τον τρόπο αυτό τον δρόμο που τον οδήγησε στα συμπεράσματά του και απέδωσε έτσι την πλέον φτωχή του εκδοχή. Το ζητούμενο αντίθετα είναι να αναδομήσουμε την προέλευση, τις επιρροές και τα επιτεύγματα των εργασιών του, για να καταστήσουμε κατανοητά την πολυπλοκότητα και τον πλούτο των έργων του, που ακόμα έχει κάτι να πει στην κριτική σκέψη του παρόντος.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ, ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΠΟΥ ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ ΑΠΌ ΤΟΝ ΜΑΡΞ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ [62]

ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ ΕΡΓΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΗΚΑ ΤΩΝ ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ
Μεταξύ τέλους 1843 και αρχών 1844 R. Levasseur, Mémoires MH Οι σελίδες με τα αποσπάσματα είναι χωρισμένες σε δύο στήλες.
Μεταξύ τέλους 1843 και αρχών 1844 J. B. Say, Traité d’économie politique B 19 Το τετράδιο, μεγάλου σχήματος, περιλαμβάνει σελίδες με αποσπάσματα που είναι χωρισμένα σε δυο στήλες: Στην αριστερή από το Traité του Say και στη δεξιά (που γράφτηκε μετά τη συγγραφή του B 24) από τον Skarbek και το Cours complet του Say.
Μεταξύ τέλους 1843 και αρχών 1844 C. W. C. Schüz, Grundsätze der National-Ökonomie (Θεμελιώδεις αρχές της εθνικής οικονομίας) B 24 Τετράδιο μεγάλου σχήματος, σελίδες χωρισμένες σε δύο στήλες
Μεταξύ τέλους 1843 και αρχών 1844 F. List, Das nationale System der politischen Ökonomie (Το εθνικό σύστημα της πολιτικής οικονομίας) B 24
Μεταξύ τέλους 1843 και αρχών 1844 H. F. Osiander, Enttäuschung des Publikums über die Interessen des Handels, der Industrie und der Landwirtschaft (Απογοήτευση του κοινού σχετικά με τα συμφέροντα του εμπορίου, της βιομηχανίας και της γεωργίας) B 24
Μεταξύ τέλους 1843 και αρχών 1844 H. F. Osiander, Über den Handelsverkehr der Völker ( Σχετικά με την εμπορική επικοινωνία των λαών) B 24
Άνοιξη 1844 F. Skarbek, Theorie des richesses sociales B 19
Άνοιξη 1844 J. B. Say, Cours complet d’économie politique pratique B 19
Μάιος Ιούνιος 1844 A. Smith, Recherches sur la nature et les causes de la richesse des nations B 20 Τετράδιο μικρού σχήματος με κανονικού σχήματος σελίδες.
Τέλος Μαΐου- Ιούνιος 1844 K. Marx, Arbeitslohn; Gewinn des Capitals ; Grundrente;[Entfremdete Arbeit und Privateigentum] (Μισθός εργασίας, κέρδος του κεφαλαίου, γαιοπρόσοδος [Αποξενωμένη εργασία και ατομική ιδιοκτησία]) A 7 Τετράδιο μεγάλου σχήματος, οι σελίδες χωρισμένες σε δύο ή τρεις στήλες. Το κείμενο περιλαμβάνει αποσπάσματα των Say, Smith, από το Die Bewegung der Production ( Η κίνηση της Παραγωγής) του Schulz, από την Théorie nouvelle d’économie sociale et politique του Pecqueur, από το Solution du problème de la population et de la substance του Loudon και από τον Buret.
Ιούνιος- Ιούλιος 1844 J. R. MacCulloch, Discours sur l’origine, les progrès, les objets particuliers, et l’importance de l’économie politique B 21 Τετράδιο μικρού σχήματος, οι σελίδες χωρισμένες σε δυο στήλες με την εξαίρεση της σελίδας 11, που περιλαμβάνει ένα απόσπασμα από το άρθρο του Ένγκελς.
Ιούνιος- Ιούλιος 1844 G. Prevost, Réflexions du traducteur sur le système de Ricardo B 21
Ιούνιος- Ιούλιος 1844 F. Engels, Umrisse zu einer Kritik der Nationalö konomie ( Κατευθύνσεις για μια κριτική της εθνικής οικονομίας ) B 21
Ιούνιος- Ιούλιος 1844 A. L. C. Destutt de Tracy, Éléments d’Idéologie B 21
Το αργότερο Ιούλιος του1844 K. Marx, [Das Verhältnis des Privateigentums] ([Η σχέση της ατομικής ιδιοκτησίας]) A 8 Κείμενο γραμμένο σε μεγάλα φύλλα χωρισμένα σε δυο στήλες.
Μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου1844 G. W. F. Hegel, Phänomenologie des Geistes (Φαινομενολογία του πνεύματος) A 9 (Hegel) Φύλλο που αργότερα συρράφτηκε σε σχήμα Α9.
Αύγουστος 1844 K. Marx, [Privateigentum und Arbeit]; [Privateigentum und Kommunismus]; [Kritik der Hegelschen Dialektik und Philosophie überhaupt] ; [Privateigentum und Bedürfnisse];[Zusätze]; [Teilung der Arbeit];[Vorrede]; [Geld]. ([Ατομική ιδιοκτησία και εργασία]; [Ατομική ιδιοκτησία και κομουνισμός]; [Κριτική της χεγκελιανής διαλεκτικής και της φιλοσοφίας γενικά] ; [Ατομική ιδιοκτησία και ανάγκες];[Συμπληρώματα]; [Καταμερισμός εργασίας]; [Εισαγωγή]; [Χρήμα]). A 9 Τετράδιο μεγάλου σχήματος. Το κείμενο περιλαμβάνει αποσπάσματα από: Das entdeckte Christentum ( Ο ανακαλυφθείς χριστιανισμός) του Bauer, από τους Smith, Destutt de Tracy, Skarbek, J. Mill, από τον Faust του Γκαίτε, από τονTimon von Athen (Τίμων ο Αθηναίος) του Shakespeare, καθώς και από διάφορα άρθρα του Bauer που δημοσιεύθηκαν στην Allgemeine Literatur-Zeitung. Έμμεσα γίνεται ακόμα αναφορά στους: Engels, Say, Ricardo, Quesnay, Proudhon, Cabet, Villegardelle, Owen, Hess, Lauderdale, Malthus, Chevalier, Strauss, Feuerbach, Hegel και Weitling.
Σεπτέμβριος 1844 D. Ricardo, Des principes de l’économie politique et de l’impôt B 23 Τετράδιο μεγάλου σχήματος, οι σελίδες χωρισμένες σε δύο, σπάνια σε τρεις στήλες. Οι δύο πρώτες σελίδες με αποσπάσματα από τον Ξενοφώντα δεν είναι χωρισμένες σε στήλες.
Σεπτέμβριος 1844 J. Mill, Éléments d’économie politique B 23
Μεταξύ καλοκαιριού 1844 και Γενάρη 1845 E. Buret, De la misère des classes laborieuses en Angleterre et en France B 25 Τετράδιο μικρού σχήματος με κανονικές σελίδες.
Μεταξύ μέσων Σεπτέμβρη 1844 και Γενάρη 1845 P. de Boisguillebert, Le détail de la France B 26 Τετράδιο μεγάλου σχήματος με αποσπάσματα από τον Boisguillebert. Κανονική διάταξη σελίδων, με εξαίρεση λίγες σελίδες, που είναι χωρισμένες.
Μεταξύ μέσων Σεπτέμβρη 1844 και Γενάρη 1845 P. de Boisguillebert, Dissertation sur la nature des richesses, de l’argent et des tributs B 26
Μεταξύ μέσων Σεπτέμβρη 1844 και Γενάρη 1845 P. de Boisguillebert, Traité de la nature, culture, commerce et intérêt des grains B 26
Μεταξύ μέσων Σεπτέμβρη 1844 και Γενάρη 1845 J. Law, Considération sur le numéraire et le commerce B 26
Μεταξύ μέσων Σεπτέμβρη 1844 και Γενάρη 1845 J. Lauderdale, Recherches sur la nature et l’origine de la richesse publique B 22 Τετράδιο μεγάλου σχήματος, οι σελίδες χωρισμένες σε δύο στήλες.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Jürgen Rojahn, που ανέλαβε τη διόρθωση του χρονολογικού πίνακα και μου έκανε πολύτιμες προτάσεις για βελτίωση. Για πιθανά λάθη αυτονόητο είναι ότι είμαι ο μοναδικός υπεύθυνος.

References
1. Honoré de Balzac, «Ferragus, das Haupt der Verschworenen» («Ferragus, η κεφαλή των συνωμοτών»), στο: Geschichte der Dreizehn (Die großen Romane und Erzählungen, Bd. 7) [Ιστορία των δεκατριών (Τα μεγάλα μυθιστορήματα και διηγήσεις, τόμος 7)], Insel Verlag, Frankfurt/Main, Leipzig 1996, σ. 21.
2. Σύγκρ. Isaiah Berlin, Karl Marx. Sein Leben und sein Werk (Καρλ Μαρξ. Η ζωή και το έργο του), Piper & Co Verlag, München 1959, σ. 94 κ. Ε.
3. Michail Bakunin, Ein Briefwechsel von 1843 ( Μια ανταλλαγή επιστολών από το 1843), MEGA², Dietz Verlag, Berlin 1982, I/2, σ. 482.
4. Lorenz von Stein, Der Socialismus und Communismus des heutigen Frankreichs. Ein Beitrag zur Zeitgeschichte ( Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός της σημερινής Γαλλίας. Μια συνεισφορά στην σύγχρονη ιστορία ), Otto Wigand Verlag, Leipzig 1848, σ. 509.
5. Arnold Ruge, Zwei Jahre in Paris. Studien und Erinnerungen , Zentralantiquariat der DDR (Δύο χρόνια στο Παρίσι . Μελέτες και αναμνήσεις, Κεντρικό αρχειοφυλακείο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας), Leipzig 1975, σ. 59.
6. Honoré de Balzac, Ferragus, όπ. π., σ. 19.
7. « Όχι μόνο έχει ξεσπάσει μια γενική αναρχία στις τάξεις των μεταρρυθμιστών, αλλά θα πρέπει και ο καθένας για τον εαυτό του να παραδεχθεί, ότι δεν γνωρίζει με ακρίβεια αυτό που θα πρέπει να γίνει», στο: Karl Marx, Ein Briefwechsel von 1843 ( Μια ανταλλαγή επιστολών από το 1843), MEGA² I/2, σ. 486.
8. Στην παρούσα παρουσίαση τα μη ολοκληρωμένα χειρόγραφα του Μαρξ, που δημοσιεύτηκαν από μετέπειτα εκδότες, βρίσκονται μέσα σε αγκύλες.
9. «Το πολιτικό κράτος δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τη φυσική βάση της οικογένειας και την τεχνητή βάση της αστικής κοινωνίας, αυτά είναι γι’ αυτό μια conditio sine qua non» (Karl Marx,Zur Kritik der Hegelschen Rechtsphilosophie [ Σχετικά με την κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας δικαίου ], MEGA² I/2, S. 9). «Οικογένεια και αστική κοινωνία είναι οι προϋποθέσεις του κράτους, είναι οι πραγματικοί δράστες, αλλά στη θεωρία αυτό αντιστρέφεται» (όπ.π., σ. 8). Ακριβώς εδώ βρίσκεται το λάθος του Χέγκελ, που θέλει, «το πολιτικό κράτος να μην ορίζεται από την αστική κοινωνία, αλλά αντίστροφα, να την ορίζει» (όπ. π., σ. 100). Συγκρ. σχετικά. Walter Tuchscheerer,Bevor „Das Kapital“ entstand (Πριν δημιουργηθεί «Το Κεφάλαιο»], Akademie Verlag, Berlin 1968, σ. 68.
10. Karl Marx, Ökonomisch-philosophische Manuskripte (Οικονομικο- φιλοσοφικά χειρόγραφα), MEGA² I/2, σ. 325.
11. Συγκρ. Maximilien Rubel, Introduction σε Karl Marx Œuvres. Economie II, Gallimard, Paris 1968, σ. LIV-LV, ο οποίος θεωρεί ότι η αρχή του μακρόχρονου εφιάλτη της ζωής ολόκληρης του Μαρξ, η θεωρητική μανία, από την οποία δεν θα απελευθερωθεί ποτέ, δηλαδή η κριτική της θεωρίας της εθνικής οικονομίας, ξεκινάει χρονικά από αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
12. Συγκρ. Walter Tuchscheerer, όπ. π., σ. 76.
13. Karl Marx, Exzerpte aus Jean Baptiste Say: Traité d’economie politique (Αποσπάσματα από Jean Baptiste Say: Traité d’economie politique), MEGA² IV/2, Dietz Verlag, Berlin 1981, σσ. 316-7.
14. Karl Marx, Ökonomisch-philosophische Manuskripte (Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα) MEGA² I/2, σ. 363.
15. Όπ. π., σ. 364.
16. Όπ. π., σ. 374.
17. Όπ. π., σ. 384.
18. Karl Marx,Exzerpte aus James Mill: Éléments d’économie politique (Αποσπάσματα από τον James Mill: Élémens d’économie politique), MEGA² IV/2, σ. 453.
19. Όπ. π., σ. 456.
20. Karl Marx, Ökonomisch-philosophische Manuskripte (Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα), MEGA I/2, S. 365.
21. Karl Marx,Exzerpte aus James Mill: Éléments d’économie politique (Αποσπάσματα από James Mill: Éléments d’économie politique), MEGA² IV/2, σ. 466.
22. Συγκρ. σχετικά τις διαπιστώσεις του Άρνολντ Ρούγκε (Arnold Ruge): «Διαβάζει πολύ, εργάζεται με αφάνταστη ένταση […] αλλά δεν τελειώνει τίποτε, διακόπτει παντού και ξαναβουτάει σε μια απέραντη θάλασσα βιβλίων», «[…] αφού έχει αρρωστήσει από τη δουλειά και για τρεις ή και τέσσερις νύχτες συνέχεια δεν έχει πάει στο κρεβάτι», γράφει από το Παρίσι ο Ρούγκε στον Λουδοβίκο Φόυερμπαχ (Ludwig Feuerbach), στις 15 Μάη 1844 (παρατίθεται στο Hans Magnus Enzensberger (Hg.), Gespräche mit Marx und Engels [ Συνομιλίες με τον Μαρξ και τον Ένγκελς], Insel Verlag, Frankfurt/Main 1973, σ. 23-24). «Εάν ο Μαρξ δεν αυτοκτονήσει από έλλειψη τάξης, αλαζονεία και τρελούς ρυθμούς δουλειάς και δεν χάσει μέσα στην κομμουνιστική πρωτοτυπία κάθε αίσθηση για την απλή ευγενική μορφή, τότε θα πρέπει να περιμένουμε κάτι (σημαντικό) από τη μεγάλη του γνώση και από αυτήν ακόμα τη χωρίς συνείδηση διαλεκτική του […]. Θέλει πάντα να γράψει αυτό που διάβασε τελευταίο, μετά όμως συνεχίζει να διαβάζει και να κρατάει νέες σημειώσεις. Ακόμα θεωρώ δυνατό, ότι θα γράψει ένα αρκετά μεγάλο και πολύπλοκο βιβλίο, όπου θα συμπιέσει όλα όσα έχει μαζέψει». Επιστολή του Ρούγκε στον M. Ντούνκερ (Duncker), 29 Αυγούστου 1844, όπ.π. σ. 31.
23. Συγκρ. τη μαρτυρία του Λαφάργκ (Paul Lafargue), που αποδίδει τη διήγηση στον Ένγκελς σχετικά με όσα συνέβαιναν το φθινόπωρο 1844: «Ο Ένγκελς και ο Μαρξ είχαν αποκτήσει τη συνήθεια να δουλεύουν μαζί. Ο Ένγκελς που προωθούσε την ακρίβεια μέχρι τα άκρα γινόταν παρ’ όλα αυτά κάποιες φορές ανυπόμονος με τη διστακτικότητα του Μαρξ, ο οποίος δεν ήθελε να γράψει καμία πρόταση, εάν δεν μπορούσε να την αποδείξει με δέκα διαφορετικούς τρόπους». P. Lafargue [1904], Φθινόπωρο 1844, όπ. π., σ. 32.
24. Συγκρ. Τη μαρτυρία του Χάινριχ Μπύργκερς (Heinrich Bürgers): «Εντωμεταξύ η οξεία αυτοκριτική στην οποία συνήθιζε να υποβάλλεται δεν τον άφηνε να φτάσει σε κάποιο μεγαλύτερο έργο» . H. Bürgers [1876], Φθινόπωρο 1844/ Χειμώνας 1845, όπ. π., σσ. 46-47.
25. Σχετικά με αυτήν την περίπλοκη σχέση σύγκρ. David Rjazanov, «Einleitung zu MEGA I/1.2» («Εισαγωγή στην MEGA I/1.2»), Marx-Engels-Verlag, Berlin 1929, σ. XIX, ο οποίος πρώτος παρατήρησε τη μεγάλη δυσχέρεια μιας ξεκάθαρης οριοθέτησης μεταξύ αφενός των απλών τετραδίων με αποσπάσματα και αφετέρου των κειμένων, που θα πρέπει να θεωρηθούν πραγματικά προκαταρκτικά έργα.
26. Συγκ. Jürgen Rojahn, Μαρξισμός – Μαρξ – Επιστήμη της Ιστορίας. Η περίπτωση των λεγόμενων“οικονομικο-φιλοσοφικών χειρογράφων του“ στο International Review of Social History , Jg. XXVIII, 1983, Part 1, σ. 20.
27. Karl Marx, Ο ιστορικός υλισμός. Τα πρώιμα συγγράμματα. εκδ. από Siegfried Landshut και Jacob Peter Mayer, Alfred Kröner Verlag, Leipzig 1932, σ. 283-375.
28. Karl Marx, Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα του, MEGA I/3, Marx-Engels-Verlag, Berlin 1932, σ. 29-172.
29. Σαν απόδειξη των προβλημάτων συστηματοποίησης αυτές οι σελίδες εμφανίζονται στη MEGA² και στο πρώτο και στο τέταρτο τμήμα Συγκρ. MEGA² I/2, σ. 439-444, και MEGA² IV/2, σ. 493-500.
30. Συγκρ. Jürgen Rojahn, The emergence of a theory: the importance of Marx’s notebooks exemplified by those from 1844 , «Rethinking Marxism», Bd. 14, Nr. 4 (2002), σ. 33.
31. Σ¨αυτή την πλάνη πέφτει π.χ ο David McLellan, Marx before marxism, Reprint Macmillan, London 1970, σ. 163.
32. .Χωρίς να θέλουμε ούτε κατά διάνοια να επαναλάβουμε την ατέλειωτη συζήτηση σχετικά με αυτό το σύγγραμμα του Μαρξ, αναφέρουμε εδώ δύο από τις σημαντικότερες εργασίες, στις οποίες υπερασπίζονται οι προαναφερόμενες θέσεις. Στην πρώτη κατεύθυνση ανήκουν οι Landshut και Meyer, οι οποίοι πρώτοι διείδαν στα Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα «κατά κάποιο τρόπο το βασικότερο έργο του Μαρξ, που σχηματίζει τον συνδετικό κρίκο ολόκληρης της πνευματικής του εξέλιξης» και «στον πυρήνα της αποτελεί τον πρόδρομο του Κεφαλαίου». Συγκρ. Karl Marx,Der historische Materialismus. Die Frühschriften (Ο ιστορικός υλισμός . Τα πρώιμα κείμενα, όπ. π.., σ. XIII και V. Στις δεύτερες αντίθετα ανήκει η περίφημη θέση του Althusser σχετικά με την επιστημολογική τομή (coupure épistémologique). Συγκρ. Louis Althusser,Für Marx (Για τον Μαρξ), Suhrkamp, Frankfurt/Main 1968, σ. 15.
33. Εκδόθηκε στο MEGA², IV/2, σ. 279-579, και MEGA², IV/3, Akademie Verlag, Berlin 1998, σ. 31-110.
34. «Τα χειρόγραφά του προήλθαν ακριβώς από τα αποσπάσματα εκείνης της εποχής», στο Jürgen Rojahn, The emergence of a theory: the importance of Marx’s notebooks exemplified by those from 1844 , όπ. Π., σ. 33.
35. Ο Μαρξ διάβαζε τους άγγλους θεωρητικούς της οικονομίας εκείνη την εποχή ακόμα από τη γαλλική μετάφραση.
36. Συγκρ. Jacques Grandjonc, Marx et les communistes allemands à Paris 1844, Maspero, Paris 1974, σ. 61-62, όπως και την επιστολή που γράφτηκε το αργότερο τον Νοέμβρη του 1844 από τον Μαρξ προς τον H. Börnstein, MEGA² III/I, Dietz Verlag, Berlin 1975, σ. 248.
37. «Γι’ αυτό δεν υφίσταται κανένας λόγος, να εξαχθεί το συμπέρασμα, ότι τα χειρόγραφα αποτελούν ένα αυτοτελές σύνολο» (Jürgen Rojahn,Marxismus – Marx – Geschichtswissenschaft. Der Fall der sog. „Ökonomisch-philosopischen Manuskripte aus dem Jahre 1844“ ( Μαρξισμός – Μαρξ – επιστήμη της ιστορίας. Η περίπτωση των λεγόμενων «Οικονομικο-φιλοσοφικών χειρογράφων του 1844» , όπ.π., σ. 20).
38. Συγκρ. Jürgen Rojahn, The emergence of a theory: the importance of Marx’s notebooks exemplified by those from 1844 , όπ. π., σ. 45.
39. Karl Marx, Ökonomisch-philosophische Manuskripte (Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα), MEGA² I/2, σ. 364.
40. Βλ. Michael Löwy, La théorie de la révolution chez le jeune Marx, Maspero, Paris 1970, σ. 41, Παρ. 22.
41. Karl Marx, «Kritische Randglossen zu dem Artikel “Der König von Preußen und die Sozialreform. Von einem Preußen”» («Κριτικές σημειώσεις στο άρθρο “Ο βασιλιάς της Πρωσίας και η κοινωνική μεταρρύθμιση. Από έναν Πρώσο”», MEGA² I/2, σ. 462.
42. Όπ. π., σ. 455.
43. Karl Marx, Ökonomisch-philosophische Manuskripte ( Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα), MEGA² I/2, σ. 372-373.
44. Όπ. π., σ. 372.
45. Όπ. π., σ. 387.
46. Bruno Bauer (Hg.), Allgemeine Literatur-Zeitung, Τεύχος 6, Εκδ. Οίκος του Egbert Bauer, Charlottenburg 1844, σ. 32. Ο Μαρξ αναφέρει το απόσπασμα, αν και όχι κατά λέξη, στο γράμμα του προς τον Ludwig Feuerbach στις 11 Αυγούστου1844. Συγκρ. MEGA² III/1, Dietz Verlag, Berlin 1975, σ. 65.
47. Karl Marx,Zur Kritik der Hegelschen Rechtsphilosophie. Einleitung ( Σχετικά με την κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας δικαίου. Εισαγωγή ), MEGA ² I/2, σ. 172.
48. Ο Μαρξ χρησιμοποιεί την έκφραση αυτή στην Αγία Οικογένεια για τον χαρακτηρισμό και την γελοιοποίηση του Bruno Bauer και των άλλων Νεοχεγκελιανών που συνεργάζονταν με την Allgemeine Literatur-Zeitung.
49. Όπ. π., σ. 177.
50. Karl Marx,Zur Kritik der Hegelschen Rechtsphilosophie. Einleitung ( Σχετικά με την κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας δικαίου. Εισαγωγή ), MEGA² I/2, σ. 173.
51. Karl Marx, Ökonomisch-philosophische Manuskripte ( Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα), MEGA² I/2, σ. 395.
52. Συγκρ. Ernest Mandel, Entstehung und Entwicklung der ökonomischen Lehre von Karl Marx (1843-1863) [Γέννηση και εξέλιξη της οικονομικής θεωρίας του Karl Marx (1843-1863)], Europäische Verlagsanstalt/Europa Verlag, Frankfurt/Wien 1982, σ. 156.
53. Karl Marx, Ökonomisch-philosophische Manuskripte (Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα), MEGA² I/2, σ. 390.
54. Friedrich Engels-Karl Marx, Die heilige Familie, (Η Αγία οικογένεια), Marx Engels Werke, Band 2, Dietz Verlag, Berlin 1962, σ. 128.
55. Karl Marx, Ein Briefwechsel von 1843 ( Μια ανταλλαγή επιστολών από το 1843), MEGA² I/2, σ. 479.
56. Karl Marx,Zur Kritik der Hegelschen Rechtsphilosophie. Einleitung ( Για την κριτική της Χεγκελιανής φιλοσοφίας δικαίου. Εισαγωγή ), MEGA² I/2, S. 178.
57. Karl Marx, Ökonomisch-philosophische Manuskripte ( Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα), MEGA² I/2, σ. 373-374.
58. Συγκρ. MEGA² IV/3, a.a.O, σ. 11.
59. F. Engels στον K. Marx Αρχές Οκτώβρη 1844, MEGA² III/I, Dietz Verlag, Berlin 1975, σ. 245. Συγκρ. εκτός τούτου F. Engels στον K. Marx, γύρω στις 20 Γενάρη 1845: «Τέλειωνε επιτέλους με το εθνικοοικονομικό σου βιβλίο, ακόμα και αν θα ήσουνα δυσαρεστημένος με πολλά, δεν πειράζει, τα πνεύματα είναι ώριμα και πρέπει να χτυπάμε το σίδερο, όσο είναι ζεστό», όπ. π. σ. 260.
60. Μετά από πίεση της πρωσικής κυβέρνησης οι γαλλικές υπηρεσίες εξέδωσαν εντολή απέλασης εναντίον διαφόρων συνεργατών της Vorwärts. Ο Μαρξ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Παρίσι στις 1 Φεβρουαρίου 1845.
62. Η χρονολογική καταγραφή περιλαμβάνει όλα τα τετράδια μελετών που συντάχθηκαν από τον Μαρξ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι στο διάστημα 1844-1845 (δεν περιλήφθηκε ως εκ τούτου το [Σημειωματάριο από τα χρόνια 1844-1847] που δημοσιεύτηκε στη MEGA² IV/3, σσ. 5-30 καίτοι περιέχει τις σημαντικότατες [ Θέσεις για τον Feuerbach]). Επειδή η ημερομηνία συγγραφής των τετραδίων είναι συχνά αβέβαιη, αναφέρθηκε σε πολλές περιπτώσεις η περίοδος κατά την οποία δημιουργήθηκαν. Αποφασιστικής σημασίας για τη χρονολογική τάξη είναι η εκάστοτε αρχική ημερομηνία των συγκεκριμένων περιόδων. Εκτός αυτού ο Μαρξ δεν έγραψε τα τετράδια το ένα μετά το άλλο, παρά έγραφε κατά καιρούς εναλλάξ στο καθένα από αυτά (βλ. B 19 και B 24). Για τον λόγο αυτό το υλικό ταξινομήθηκε αντίστοιχα στα διάφορα τμήματα των τετραδίων. Για τα τετράδια με τα λεγόμενα [ Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα] του 1844 (A 7, A 8 και A 9) ο Μαρξ αναφέρεται ως ο συγγραφέας, ενώ οι επικεφαλίδες των παραγράφων, που δεν προέρχονται από αυτόν παρά έχουν προστεθεί από τους εκδότες του κειμένου, βρίσκονται μέσα σε αγκύλες. Εάν στην τέταρτη στήλη (χαρακτηριστικά των τετραδίων) δεν γίνεται αναφορά των τίτλων των έργων, από τους συγγραφείς που αναφέρει ο Μαρξ, τότε αυτοί ανταποκρίνονται πάντα στους τίτλους που αναφέρονται στη δεύτερη στήλη (περιεχόμενο των τετραδίων). Με την εξαίρεση του MH, που βρίσκεται στο Rossiiskii gosudarstvennyi arkhiv sotsial’no- politicheskoi istorii (RGASPI) στη Μόσχα, όλα τα υπόλοιπα τετράδια από την περίοδο αυτή διατηρούνται στο Internationaal Instituut voor Sociale Geschiedenis (IISG) στο Άμστερνταμ, με τους χαρακτηριστικούς κωδικούς που αναφέρονται στην τρίτη στήλη (Κληρονομιά).